Babylon: Ένας ακόμα φόρος τιμής στο σινεμά, κομψά αυτοαναφορικό στο “La La Land”
Με τη βιομηχανία του θεάματος να είναι η εξέχουσα δικαιολογία για κραιπάλες και υπερβολές από τους παράγοντες, τρεις άνθρωποι βρίσκονται στο επίκεντρο και το παρασκήνιο ενός χυδαίου συστήματος που μέχρι σήμερα -μετά από αρκετές εξυγιάνσεις- καταφέρνει να μας διασκεδάζει.
Βρισκόμαστε στο Μπελ Έρ της Καλιφόρνια το 1920. Ο νεαρός Μάνι Τόρες (Διέγο Κάλβα) ναυλώνει ένα όχημα για να μεταφέρει έναν ελέφαντα σε ένα πάρτυ εκκεντρικών διασημοτήτων. Φυσικά το όχημα, που έχει φτιαχτεί για τη μεταφορά αλόγων, θα χαλάσει, με αποτέλεσμα να έχουμε μια πλημμύρα κοπράνων από τον τρομαγμένο ελέφαντα απεριόριστης αηδίας (επιπέδου «Σαλό»… και βγάλε). [Σπόιλερ: θα ακολουθήσει και μια μεγαλοπρεπής σκηνή εμετού, που, ευτυχώς, δεν θα φτάσει τα όρια του Team America (συνεννοηθήκαμε με τους σινεφίλ)]. Σε ένα ξέφρενα οργιαστικό πάρτι επιπέδου «Έτσι είναι το Παρίσι» και «La La Land», θα γνωρίσουμε τους κεντρικούς ήρωες: Τον ιταλόφωνο Τζακ Κόνραντ (Μπραντ Πιτ) που του συμπεριφέρονται όλοι σαν να είναι διασημότητα και την wanna be starlet Νέλυ Λαρόυ (Μαργό Ρόμπιν).
Στο ίδιο πάρτι, μια όμορφη κοπέλα θα κατουρήσει στο πρόσωπο έναν γυμνό υπέρβαρο, άλλοι θα παίζουν περιουσίες στην πράσινη τσόχα, μια πρόσμιξη Άνα Μέυ Γουανγκ και Μαρλέν Ντίντριχ θα ερμηνεύσει ένα τραγούδι για τη γεύση του αιδοίου της φίλης της (αφού νωρίτερα θα φιλήσει στο στόμα μια άγνωστη), ένας νάνος με ένα κατασκευαστικό αριστοφανικό φαλλό θα χοροπηδάει ανάμεσα στα πλήθη, γυμνοί και γυμνές θα οργιάζουν υπό τους ήχους της τζαζ, κορίτσια θα τοποθετούν μπουκάλια σε αντρικούς πρωκτούς. Όσο για τον ελέφαντα που αναφέραμε παραπάνω, θα εισχωρήσει σε αυτό το πάρτυ την πιο ακατάλληλη ώρα, όταν μόλις έχει πεθάνει από υπερβολική δόση μια καλεσμένη (και ο θάνατος της θα παρουσιαστεί στον τύπο ως αυτοκτονία επειδή δεν άντεξε η καρδιά της τον θάνατο του Ροδόλφο Βαλεντίνο). Ένας καμουφλαρισμένος που η μάσκα του θυμίζει αλογομουτσούνα, θα παίξει τις τελευταίες νότες μιας μελωδίας σε ένα πάρτυ που ακόμα δεν γνωρίζουμε αν τελείωσε άδοξα. Αυτή η γιορτή, φόρος τιμής στον βωβό κινηματογράφο, θα επαναληφθεί με διαφορετική ερμηνεία και σε άλλο σημείο της ταινίας.
Στη φελινική εισαγωγή διάρκειας 32 λεπτών, με άκρως υποφωτισμένη ατμόσφαιρα, μαθαίνουμε πως ο Τζακ έχει προβλήματα με τις σχέσεις του και το ρόλο που θα έχει στον κινηματογράφο, ο Μάνι θέλει να εργαστεί πάση θυσία στη βιομηχανία θεάματος και η Νέλυ είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να φανεί το ξέχειλο ταλέντο της στη μεγάλη οθόνη.
-«Μπορείς να ξανακάνεις τη σκηνή με λιγότερα δάκρυα»;
-«Αρκεί ένα δάκρυ ή θες δύο»;
Ακολουθεί μια ακόμα σεκάνς παραφροσύνης όπου όνειρα γίνονται πραγματικότητα, η υπερπροσπάθεια αμείβεται και ο παράγοντας τύχη ευνοεί τους καθιερωμένους αστέρες. Σε δύο διαφορετικά πλατώ, δύο ομάδες παραγωγής προσπαθούν με κάθε τρόπο να ολοκληρώσουν τις σκηνές της μέρας. Στο «Maid’s off», η Νέλυ θα πάρει κατά τύχη τον δεύτερο ρόλο (προοριζόταν για κομπάρσα αλλά οι συγκυρίες της έδωσαν μεγαλύτερο ρόλο) αλλά θα κερδίσει το κοινό με το μπριο και τις υποκριτικές της ικανότητες, δημιουργώντας αυτοστιγμή έχθρες με την συμπρωταγωνίστρια της και σύζυγο του παραγωγού (την υποδύεται η Σαμάρα Γουίβινγκ). Ο Τζακ από την άλλη, θα παίξει στο «Blood and gold», μια υπερμέγιστη παραγωγή, που όμως δεν θα έχει την αναμενόμενη επιτυχία καθώς το είδος του επικού ρομάντζου σβήνει όσο ο κινηματογράφος γίνεται περισσότερο λαϊκό είδος. Ο ομιλούν κινηματογράφος ελλοχεύει όπως οι γκάνκστερ, για να κατασπαράξει το βωβό. Έτσι και αλλιώς, ποιος θα ακούσει το δεύτερο αφού δεν έχει φωνή πια;
Μην πιστεύετε όσα γράφουν οι εφημερίδες. Και αυτά σενάρια είναι…
Με τις εφημερίδες να εξυγιαίνουν τις ακρότητες και χυδαιότητες ώστε να συνάδουν με τα χρηστά ήθη της εποχής, τον τύπο να εξυπηρετεί αποκλειστικά τον ανόητο ρομαντισμό των θεατών (και κατ’ επέκταση τη διάβρωση του συστήματος), τον Άλ Τζόλσον να ξεσηκώνει τα πλήθη τραγουδώντας επί οθόνης το «Toot-Toot Toothie», όλα δείχνουν να αλλάζουν (και να δυσκολεύουν) για τους 3 κεντρικούς μας χαρακτήρες.
Κροταλίες και κροκόδειλοι στο δωμάτιο
Όταν η Νέλυ συνάντησε τον Τζακ, δεν υπήρχε πραγματική χημεία (αν και υποβόσκει μια λανθάνουσα λαγνεία). Όλος αυτός ο ηλεκτρισμός θα εξαγνιστεί από το πρώτο της λεσβιακό φιλί, όταν η ασιάτισσα συμπρωταγωνίστρια της θα της σώσει τη ζωή από έναν κροταλία που θα τη δαγκώσει στον λαιμό. Αυτός ο κροταλίας όμως είναι κάτι περισσότερο από ένα άγριο ζώο στη μέση της ερήμου: Είναι η ψυχή της που δηλητηριάζεται και κουδουνίζει τρομαγμένη, όσο η περσόνα της γίνεται μια ατραξιόν για τους σοφιστικέ ελιτιστές γλεντζέδες σε ακριβές δεξιώσεις. Αργότερα ένας κροκόδειλος θα απειλήσει κυριολεκτικά έναν από τους χαρακτήρες αλλά ας αφήσουμε κάτι ανείπωτο.
«Σου λείπει η σιωπή»;
«(αμήχανο κενό) Όχι αν είναι προς όφελος της εξέλιξης»
Ο Ντ. Τσαζέλ δεν θέλει να κρύβει τις εμπνεύσεις του. Τα «Τραγουδώντας στη βροχή», «Sunset Boulevard» και… το δικό του «La LaLand» περιστρέφονται στην αφήγηση και αισθητική, περιορίζοντας τον να πει πιο απλά μια ιστορία που, επειδή περιλαμβάνει πολλά κορδελάκια, είναι καταδικασμένη στην πολυπλοκότητα, τους φραμπαλάδες και τους εκφραστικούς κορσέδες. Με περισσότερες αναφορές στο τέλος της ταινίας, θα υποκλιθεί σε κάτι μεγαλύτερο από εκείνον που -ακόμα- δεν ξέρει πως να το τιμήσει.
Τους έβγαζαν ασπροπρόσωπους
Οι αφροαμερικανοί ήταν πλήρως εργαλειοποιημένοι στο Hollywood και το Broadway μέχρι και τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. (Στον κινηματογράφο αυτή η εργαλειοποίηση κρατάει μέχρι πιο πρόσφατα). Το ’20 και το ’30, αγαπούσαν και χορεύαν όλοι τις μουσικές τους, αλλά ήταν ακόμα αναγκασμένοι να κρύβονται πίσω από τους «μαυροπρόσωπους» χιτώνες του μακιγιάζ για να είναι αποδεκτοί. Επίσης οι λευκοί παστώνονταν με φούμο για να αστειευτούν με τα άγρια και πιθηκίσια χαρακτηριστικά τους, όπως υποστήριζαν. Η είσοδος στην τρίτη πράξη τονίζει τους αγώνες που ακόμα δίνουν οι αφροαμερικανοί για να μην είναι πιόνια της πολιτικής ορθότητας -στην καλύτερη των περιπτώσεων- όταν καταλήγουν στις μεγάλες οθόνες. Ως αποδιοπομπαίοι τράγοι πάντα…
Η ιστορία του Χοσελίτο (σε αφήγηση Σπάιντερμαν)
Ο Μάνι προσπαθεί να ξελασπώσει τη Νέλυ που από τις κόκες, τις καταχρήσεις και το κόμπλεξ κατωτερότητας έχει χάσει τις ευκαιρίες της να επανέλθει στον κινηματογράφο. Ο παρορμητισμός της θα την οδηγήσει σε μια σωρεία από απερισκεψίες που πλέον ο Μάνι, έχοντας ανελιχθεί στον χώρο, θα προσπαθήσει να διορθώσει. Ένα από τα εμπόδια στην ευτυχία τους είναι ο Τζέιμς Μακέι (Τόμπυ Μαγκουάιερ), που φιλοδοξεί να κάνει ταινίες με ανόητες εμπνεύσεις (που ακόμα δεν έχουν γίνει σενάρια). Ένα από αυτά προσομοιάζει στην ιστορία του Χοσελίτο, ενός πολύ διάσημου παιδιού-θαύμα της Ισπανίας, με βαριά φωνή που έκανε καριέρα ως τραγουδιστής και ηθοποιός. Τελικά ήταν νάνος που υποδυόταν το ταλαντούχο παιδί.
Ελλάδα και Σαντορίνη
Ναι, ακούμε στην ιστορία του Μπραντ Πιτ τη λέξη Ελλάδα και συγκεκριμένα Σαντορίνη. Είναι οι προτεινόμενοι προορισμοί του στο εξόδιο ταξίδι του με τη γυναίκα του. Έχει μπει όμως τυχαία στο σενάριο; Από τη μεριά του Μπραντ Πιτ, γνωρίζουμε για τη σχέση του με τη δική μας Τζένιφερ Άνιστον. Από τη μεριά του Ντάμιεν Τσαζέλ, η σχέση της ζωής του είναι Ελληνίδα (ενώ προ εγκλεισμού θα ερχόταν στην Ελλάδα για διακοπές).
Δένει το ζεύγος Πιτ και Ρόμπιν
Στην ταινία «Babylon» δεν γίνονται ποτέ ζευγάρι αυτοί οι δύο.
Η Μαργκότ Ρόμπιν δείχνει εκτός εποχής, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος. Ερμηνευτικά είναι πληθωρική και με αρκετά κρεσέντο που δύσκολα ξεχνάς στο τέλος της ταινίας, το σενάριο όμως δεν βοηθάει ιδιαίτερα την ηρωίδα της να έχει μια μασίφ ερμηνεία.
Όσο για τον Μπραντ Πιτ ερμηνεύει μια παράφραση του Ιταλού που υποδύθηκε στο τέλος της ταινίας «Άδοξοι Μπάσταρδοι», με την άθλια ιταλο-αμερικάνικη προφορά και τον αέρα πολυεκατομμυριούχου γόη. Χωρίς να είναι ενταγμένος στον ρόλο του γόη της εποχής, συμβαδίζει με τα εκάστοτε ζητούμενα.
Ένας ακόμα φόρος τιμής στο σινεμά;
Πριν από δύο χρόνια, η ταινία του Ζαν Γιμού «Η χαμένη σκηνή» έφερε με νοσταλγικό τρόπο την αγάπη για τον κινηματογράφο στα χρόνια του Μάο. Φέτος, η επίσημη πρόταση της Ινδίας για τα Όσκαρ (ταινία που προβλήθηκε και στο Φεστιβάλ της Ερυθράς Θάλασσας), το «Last Film Show» καταπιάνεται με την αγάπη των ταινιών στην εποχή που το σελιλόιντ μεταποιείται για τσατσάρες, βραχιόλια και χτενάκια. Ανάμεσα σε αυτές και το αυτοβιογραφικό «The Fabelmans» του Σπίλμπεργκ, που καταγράφει τη δική του αγάπη για την 7η τέχνη. Το «babylon» είναι και αυτό, όπως προδίδεται στο τέλος, μια ταινία με έντονη συνδεσιμότητα με τις μεγάλες ταινίες που άλλαξαν την ιστορία της σημερινής κουλτούρας. Η αίσθηση όμως που αφήνει ειδικά σε αυτό το κομμάτι, είναι επίπλαστης αγάπης ή μεγάλης πίεσης για να ολοκληρωθεί η ταινία on time.
Κάπου το έχω ξαναδεί
Στο σύνολό της η ταινία θυμίζει, όπως προαναφέραμε, αρκετές ταινίες. Πιο συγκεκριμένα -και αγνοώντας το μοντάζ συρραφής ταινιών του τέλους- την πρόσφατη σειρά του Netflix «Hollywood», το «Τραγουδώντας στη βροχή», το «Freaks», το «Καζίνο», το «Roxie Heart» και την ταινία «Chicago» αντίστοιχα (η Έλινορ Σεντ Τζον -που την υποδύεται η Τζιν Σμαρτ- είναι μια εξορθολογισμένη μορφή της Μαίρη Σάνσάιν). Όλα αυτά με υποδόριο άγχος, αυτή η Βαβυλωνία να πλησιάσει ή και να ξεπεράσει το «Lalaland». Δεν τα καταφέρνει αλλά καταφέρνει να είναι και χορταστικό θέαμα, και να μην κρύβει την αγάπη του δημιουργού για τη Τζαζ και την 7η τέχνη.
www.ertnews.gr
Διαβάστε περισσότερα… Read More