Η συγκλονιστική ιστορία του Ουκρανού οδηγού ταξί που επέζησε προσποιούμενος τον νεκρό
Ο 43χρονος Ουκρανός, μοναδικός επιζών από τα ρωσικά πυρά, επέζησε προσποιούμενος το νεκρό. Ασφαλής σήμερα με την οικογένειά του σε ένα ήσυχο χωριό στην Πολωνία αφηγείται τις ώρες φρίκης, που θα στοιχειώνουν στη μνήμη του ισόβια, στο κολαστήριο της oδού Γιαμπλούνσκα 144 στη μαρτυρική Μπούχα.
Του Φέργκαλ Κιν / BBC News
Oδηγός ταξί και πατέρας τεσσάρων παιδιών, ο Ιβάν Σκίμπα βρέθηκε να υπερασπίζεται έναν προαστιακό δρόμο της χώρας του στην αρχή του πολέμου. Στάθηκε τυχερός αφού γλύτωσε το θάνατο από τα χέρια των Ρώσων. Όλοι οι άλλοι Ουκρανοί που ήταν μαζί του δεν είχαν την ίδια τύχη.
Οι εισαγγελείς αντιμετωπίζουν αυτό που συνέβη στη μικρή πόλη της Μπούχα ως έγκλημα πολέμου. Ο δημοσιογράφος Φέργκαλ Κιν συνάντησε και μίλησε με τον Ιβάν, τον μοναδικό επιζώντα. “Είχατε την επιθυμία να πάρετε μια βαθιά ανάσα; Μόνο μια μεγάλη εκπνοή για να εκτονωθεί η πίεση” τον ρωτάει ο δημοσιογράφος. Ομως ο Ιβάν ξέρει ότι θα είναι ο θάνατός του αν το κάνει. Η θερμοκρασία είναι λίγο πάνω από το μηδέν. Η ζεστή ανάσα που ανεβαίνει στον κρύο αέρα θα δημιουργήσει μια μικρή ομίχλη και θα ειδοποιήσει τους δολοφόνους. Ελέγχουν ήδη τα πτώματα των ανδρών που μόλις πυροβόλησαν, φροντίζοντας να ρίξουν μια τελευταία σφαίρα όπου βλέπουν το παραμικρό σημάδι ζωής. Ακούει έναν από τους Ρώσους να λέει: “Αυτός είναι ακόμα ζωντανός!”
Ο Ιβάν αναρωτιέται αν μιλούν για αυτόν. Ίσως είναι για κάπoιον άλλο. Ωστόσο, προετοιμάζεται για τη σφαίρα. Ήδη αιμορραγεί από μια πληγή στα πλευρά του. Ο άλλος Ρώσος λέει: “Θα πεθάνει μόνος του!”
Αλλά μετά ακούγεται ένας πυροβολισμός. Η σφαίρα χτυπάει κάποιον άλλον. Το τραύμα από σφαίρα στα πλευρά του κάνει τον πόνο αφόρητο. Μια κραυγή του εκείνη τη στιγμή θα ήταν μοιραία. Όλα αυτά θα τα ξαναζήσει αργότερα στα όνειρά του. Είναι τόσο ακίνητος όσο οι δολοφονημένοι σύντροφοί του.
Ο Iβαν Σκίμπα ζει πλέον σε ένα μικρό χωριό στην αγροτική Πολωνία όπου έχει βρει καταφύγιο για την οικογένειά του. Έχει δουλειά. Τα παιδιά ζουν σε ένα μέρος χωρίς φόβο. Ο ζεστός καιρός έφτασε και τα βράδια η οικογένεια περπατά σε ένα τοπικό πάρκο όπου ο Ιβάν ψαρεύει στη λίμνη. Οι μώλωπες στο πρόσωπο και το σώμα του έχουν επουλωθεί. Αλλά τη νύχτα, όταν όλοι οι άλλοι κοιμούνται, οι πληγές της μνήμης που μένουν ανοιχτές νοιώθουν την ανάγκη να μιλήσουν, να ομολογήσουν.
Ο Iβάν Σκίμπα είναι ο άνθρωπος που επέστρεψε από τους νεκρούς.
Όταν όλα ξεκίνησαν τα ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου, ο Ιβάν οδηγούσε το ταξί του στο Κίεβο. Άκουσε εκρήξεις. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι συνέβαινε στην πραγματικότητα. «Δεν φανταζόμουν ότι θα έρθει», λέει. Ο ελεγκτής της κυκλοφορίας τηλεφώνησε και είπε ότι όλα τα ταξί έπρεπε να επιστρέψουν στη βάση τους.
Ο 43 χρονος Ιβάν έκανε ό,τι δουλειά έβρισκε για να συντηρήσει τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του. Οδηγούσε το ταξί και μερικές φορές εργαζόταν ως ανακαινιστής κτιρίων. Η πρώτη του σκέψη εκείνο το πρωί ήταν να πάρει τα έγγραφα ταυτότητας της οικογένειας. Αν έπρεπε να φύγουν, χρειάζονταν διαβατήρια. Γρήγορα οδήγησε τα 40 χιλιόμετρα προς το Μπρόβαρι όπου ζούσαν και από εκεί στη Μπούχα όπου η γυναίκα και τα παιδιά του επισκέπτονταν τη μητέρα της. Εκεί θα έμενε η οικογένεια μέχρι να μπορέσουν να καταστρώσουν ένα σχέδιο.
“Διαφορετικές φήμες κυκλοφορούσαν ότι οι Ρώσοι πλησίαζαν τη Μπούκα. Αρχίσαμε να οργανώνουμε καταφύγια στα κελάρια, φέρνοντας πράγματα εκεί”.
Τρεις μέρες αργότερα, στις 27 Φεβρουαρίου, οι Ρώσοι έφτασαν εκεί κοντά. Σχεδόν αμέσως υπέστησαν καταστροφική ενέδρα από το ουκρανικό πυροβολικό. Μια σειρά ρωσικών αερομεταφερόμενων στρατευμάτων είχε πάρει θέση στην οδό Βοκζάλνα όταν οι οβίδες άρχισαν να σφυρίζουν. Υποχώρησαν προσωρινά. Αλλά ήταν θυμωμένοι, πεπεισμένοι ότι κάποιοι ντόπιοι είχαν ενημερώσει τον ουκρανικό στρατό για τη θέση τους.
Μέχρι τώρα, σε όλη την Ουκρανία, οι άνθρωποι κινητοποιούνταν για να υπερασπιστούν τις κοινότητές τους. Η Μπούχα δεν ήταν εξαίρεση. Ο Iβάν Σκίμπα και ο φίλος του Σβιάτοσλαβ Τουρόφσκι, νονός της δίχρονης κόρης του Ζλάτα, άκουσαν ότι κάποιοι άνδρες που είχαν πολεμήσει στην ανατολική περιοχή Ντονμπάς εναντίον των υποστηριζόμενων από τη Ρωσία αυτονομιστών έφτιαχναν στη Μπούχα μια μονάδα της Ουκρανικής Δύναμης Άμυνας Εδάφους , μια πολιτοφυλακή για την προστασία των τοπικών κοινοτήτων σε καιρό πολέμου. Οι δύο άνδρες αμέσως ενσωματώθηκαν.
«Αναλάβαμε καθήκοντα σε σημεία ελέγχου, ελέγχαμε έγγραφα και βεβαιώναμε ότι οι άνθρωποι δεν έφεραν όπλα», λέει ο Ιβάν. «Βοηθούσαμε στην οργάνωση της ασφαλούς διέλευσης των ανθρώπων επειδή γνωρίζαμε την περιοχή».
Η μονάδα του Ιβάν είχε φτωχό οπλισμό. Ενα τουφέκι, μια χειροβομβίδα και ένα ζευγάρι κιάλια για να μοιραστούν σε εννέα άνδρες. Αυτός και οι σύντροφοί του έκαναν βάρδιες σε ένα σημείο ελέγχου στην οδό Γιαμπλούνσκα. Στα ουκρανικά σημαίνει «ο δρόμος των μήλων», λόγω των δέντρων που καλύπτουν μεγάλο μέρος του μήκους του σχεδόν 6 χιλιομέτρων. Σε καιρό ειρήνης, είναι ένα ευχάριστο μέρος με μια λίμνη για ψάρεμα. Κάποια από τα σπίτια βλέπουν σε χωράφια και περιβόλια.
Είναι επίσης η τοποθεσία ενός παλιού συγκροτήματος γραφείων, που χτίστηκε τη σοβιετική εποχή, μέρος του οποίου έχει μετατραπεί σε χώρους εργασίας για τοπικές επιχειρήσεις. Αυτές οι συνοικίες στην οδό Γιαμπλούνσκα 144 θα γίνονταν μια ρωσική βάση που θα μείνει στην ιστορία για να θυμίζει τη βαρβαρότητα αυτού του πολέμου.
Στις αρχές Μαρτίου, οι Ουκρανοί εγκατέλειπαν τη χώρα κατά εκατοντάδες χιλιάδες. Ο Ιβάν και η σύζυγός του αποφάσισαν ότι η οικογένεια έπρεπε να προσπαθήσει να καταφύγει στη Μπούχα προς το παρόν. Περιγράφει την ατμόσφαιρα μεταξύ των ανδρών ως ατμόσφαιρα περιφρόνησης του φόβου. “Δεν υπήρχε φόβος. Υπήρχε μια επιθυμία να ενωθούμε, να μαζευτούμε. Ήμασταν στο πόδι όλη την ώρα. Όταν ήμασταν εκτός υπηρεσίας, μοιράζαμε τρόφιμα γύρω από τα κελάρια σε όσους έβρισκαν καταφύγιο εκεί, τα γυναικόπαιδα. Δεν υπήρχε χρόνος για να φοβηθείς».
Αυτό άλλαξε δραματικά στις 3 Μαρτίου. Οι Ρώσοι επέστρεψαν δυναμικά «το δεύτερο μισό της ημέρας, γύρω στο μεσημέρι». Αμέσως, ο Ιβάν και οι άλλοι άρχισαν να κατευθύνουν τα αυτοκίνητα μακριά από την κατεύθυνση της ρωσικής προέλασης. Υπήρχαν πυροβολισμοί αδιακρίτως. Πύραυλοι προσγειώνονταν. Είδε ένα λευκό Ρενό να χτυπιέται και μια γυναίκα και τα παιδιά της να παγιδεύονται μέσα στο φλεγόμενο αυτοκίνητο. Υπήρχαν οκτώ άνδρες στο σημείο ελέγχου του Ιβάν και με τους Ρώσους να πλησιάζουν γρήγορα αποφάσισαν να προσπαθήσουν να κρυφτούν.
Ακριβώς απέναντι από το σημείο ελέγχου, στον αριθμό 31 της οδού Γιαμπλούσνκα, ήταν το σπίτι της Βαλέρα Κοτένκο. Ο 53χρονος τους είχε δώσει ζεστά ροφήματα και φαγητό. Τώρα τους πρόσφερε καταφύγιο. Σε λίγο οι Ρώσοι ήταν απέξω.
Μπορούσαμε να τους ακούσουμε από την κίνηση του εξοπλισμού τους. Ήμασταν περικυκλωμένοι”, λέει ο Ιβάν. Οι άντρες ψιθύρισαν μεταξύ τους. Δεν μπορούσαν να τρέξουν. Οι Ρώσοι είχαν ανιχνευτές θερμικής απεικόνισης που σίγουρα θα έπιαναν κάθε προσπάθεια διαφυγής τη νύχτα. Οι άντρες είχαν ήδη παρατήσει τα λίγα όπλα τους, αν τους έβρισκαν οι Ρώσοι θα έλεγαν ότι ήταν οικοδόμοι που εργάζονταν στην περιοχή και έμειναν εκεί για να προφυλαχθούν από τις μάχες.
Έστειλαν μηνύματα σε συζύγους και φίλες. Ένας από τους άνδρες, ο Aνατόλι Πριχίντκο 39 ετών, τηλεφώνησε στη σύζυγό του Ολια εκείνο το βράδυ, 3 Μαρτίου , και ψιθύρισε “ότι δεν μπορούσε να μιλήσει επειδή ακουγόταν. Είπε ότι κρύβονταν.”
Το επόμενο πρωί, η Γιούλια, η σύζυγος του Αντρίι Ντβορνίμκοφ οδηγού ντελίβερι, έλαβε ένα μήνυμα που έλεγε: «Έχουμε περικυκλωθεί, καθόμαστε εδώ, αλλά θα φύγουμε από εδώ μόλις βρούμε ευκαιρία». Της είπε να διαγράψει όλα τα μηνύματα και τις φωτογραφίες από το τηλέφωνό της. Και της είπε ότι την αγαπούσε.
Με δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό της, η Ολια Πριχίντκο, μου λέει για την τελευταία της επικοινωνία από το Ανατόλι το πρωί της 4ης Μαρτίου: «Στις 10:00, μου έστειλε ένα μήνυμα που έλεγε «καθόμαστε ακόμα παγιδευμένοι». Αυτό ήταν το τελευταίο του μήνυμα». Λιγότερο από μία ώρα αργότερα οι Ρώσοι εισέβαλαν.
Ο Ιβάν Σκίμπα θυμάται ξυλοδαρμούς και ερωτήσεις με δυνατή φωνή. Κατασχέθηκαν κινητά τηλέφωνα και παπούτσια. Μέχρι τις 11:00 δύο διαφορετικά σετ εικόνων κάμερας απαθανάτισαν τους άντρες να οδηγούνται στην οδό Γιαμπλούνσκα προς τον αριθμό 144.
Ο καθένας είχε το ένα χέρι στη ζώνη του μπροστινού του και το άλλο στο κεφάλι του. Τους είχαν παρατάξει σε έναν τοίχο δίπλα στη ρωσική βάση και τους έβαλαν να γονατίσουν. Οι Ρώσοι κάλυψαν με τα πουκάμισα και τα πουλόβερ τους τα κεφάλια τους για να μην βλέπουν. Τους χτυπούσαν με το πίσω μέρος του τουφεκιού και τους έβριζαν. Σύμφωνα με τον Ιβάν, φώναξαν: “Είστε οι μαχητές Μπαντέρα (μια αντισοβιετική εθνικιστική ομάδα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο). Θέλατε να μας κάψετε με μολότοφ! Θα σας κάψουμε ζωντανούς τώρα!”
Ο Ιβάν λέει ότι οι Ρώσοι αποφάσισαν να εκφοβίσουν τους άλλους πυροβολώντας τον 28χρονο Βιτάλι Καρπένκο , έναν εργαζόμενο σε ένα συνεταιριστικό κατάστημα. Μετά από αυτό, ένας νεότερος στην ομάδα πανικοβλήθηκε και είπε στους Ρώσους ότι όλοι ανήκαν στη Μονάδα Εδαφικής Άμυνας. Τα χτυπήματα εντάθηκαν.
Ο Iβάν Σκίμπα και ένας άλλος , ο Αντρίι Βερμπόβι , ξυλουργός και πατέρας ενός παιδιού , μεταφέρθηκαν στο κτίριο. Στην ανάκριση που ακολούθησε, φόρεσαν στο κεφάλι του Ιβάν έναν κουβά και τον ανάγκασαν να λυγίσει και να ακουμπήσει στον τοίχο. Στοίβαξαν τούβλα στην πλάτη του, μέχρι που κατέρρευσε. Τον ξυλοκόπησαν ξανά και έσπαγαν κάθε λίγο ένα τούβλο στον κουβά που κάλυπτε το κεφάλι του. Κάποια στιγμή άκουσε την αστυνομία να λέει στον Aντρίι Βερμπόβι ότι θα τον πυροβολούσαν στο πόδι. Ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Μετά από αυτό δεν ξανάκουσε πια τον Aντριι.
Στη συνέχεια ο Ιβάν οδηγήθηκε πίσω από το κτίριο για να ενωθεί με τους άλλους άνδρες. Κάποιες σκηνές από αυτές που διαδραματίστηκαν έγιναν με μάρτυρες ντόπιους που είχαν πάρει εντολή από τους Ρώσους να συγκεντρωθούν μπροστά στον αριθμό 144 της οδού Γιαμπλούνσκα αλλά κρατήθηκαν χωριστά από τους συλληφθέντες.
Η Λούσι Μοσκαλένκο θυμάται έναν Ρώσο αξιωματικό που της είπε να καλύψει τα μάτια των κοριτσιών της γιατί θα έβλεπαν πράγματα που δεν θα ξεχνούσαν ποτέ. “Μας είπε, “Μην κοιτάτε αυτούς τους ανθρώπους που είναι ξαπλωμένοι στο έδαφος. Δεν είναι άνθρωποι. Είναι απόλυτη βρωμιά. Δεν είναι άνθρωποι. Είναι θηρία.” Η αδερφή της, Ιρίνα Βόλινετς, είχε συνοδεύσει τη Λούσι . Και οι δύο θυμούνται τον θόρυβο των ρωσικών τεθωρακισμένων, τον ήχο των βομβαρδισμών και το πώς τα σκυλιά της γειτονιάς πάλευαν μεταξύ τους. Ήταν σαν να είχε κατέβει η ίδια η τρέλα στον τόπο.
Τότε η Ιρίνα έπαθε ένα σοκ. Είδε ότι ο παλιός συμμαθητής της, ο Aντρίι Βερμπόβι το αγόρι που καθόταν δίπλα της από το νηπιαγωγείο και μέχρι το σχολείο, ήταν ξαπλωμένος με το αίμα του να κυλάει στο έδαφος. Μόλις λίγες εβδομάδες πριν, είχαν επιστρέψει μαζί με τα πόδια στο σπίτι από το εμπορικό κέντρο. Κοντά του ήταν πεταμένο στο έδαφος ένα σεντόνι. “Ήταν ξαπλωμένος εκεί, όλος κουλουριασμένος από το κρύο. Με κοιτούσε στα μάτια . Κοιταχτήκαμε στα μάτια”, λέει. Η Ιρίνα ήθελε να πάει να σκεπάσει τον παλιό της φίλο με το σεντόνι, με οτιδήποτε μπορεί να τον ζεστάνει. Ομως δεν το έκανε.
«Φοβόταν πολύ;» Ρωτάω.
«Δεν ήταν τόσο φόβος όσο απόγνωση», απαντά, «και ήμουν πραγματικά μπερδεμένη εκείνη τη στιγμή και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς συνέβη και γιατί ο συμμαθητής μου ήταν ξαπλωμένος εκεί στο έδαφος».
Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Άλλωστε, μόλις είχε δει ότι ο γιος της ο Σλάβικ ήταν και αυτός μεταξύ των ανδρών. Είχε συλληφθεί χωριστά και τον ξυλοκόπησαν, προτού τον φέρουν να ενωθεί με τους άλλους.
Περιμένοντας στην ουρά, ο Σλάβικ είδε αίμα στο έδαφος εκεί κοντά και άκουσε τους Ρώσους να μιλούν για έναν τραυματία. Αυτός ήταν σίγουρα ο Aντρίι Βερμπόβι. «Τους άκουσα να μιλούν μεταξύ τους για να τον τελειώσουν γιατί δεν θα τα κατάφερνε», θυμάται ο Σλάβικ.
Άρχισε να φοβάται για τη ζωή του.
Η Ιρίνα βρήκε έναν αξιωματικό και τον παρακάλεσε για τη ζωή του Σλάβικ.
Ο στρατιώτης άκουσε. Στη συνέχεια φώναξε έναν Ουκρανό πληροφοριοδότη πιθανόν ο συλληφθείς που είχε ραγίσει μετά τον πυροβολισμό του Βιτάλι Καρπένκο και τον ρώτησε: «Είναι ένας από αυτούς;».
«Όχι», ήρθε η απάντηση. Ο Σλάβικ τότε αφέθηκε ελεύθερος και γύρισε στη μητέρα του. Οι κάτοικοι είπαν να πάνε σπίτι, αλλά η Ιρίνα θυμάται πως είχε ένα δυσοίωνο συναίσθημα καθώς έφευγε. «Φοβόμουν ότι θα συνέβαιναν φρικτά πράγματα».
Την επόμενη μέρα, 5 Μαρτίου, η σύζυγος του Αντρίι Βερμπόβι , Νατάλια, του έστειλε ένα μήνυμα.
“Πού είσαι; Εχω την καλή σου αλυσίδα μαζί μου, το φυλαχτό επίσης.
Σε προστατεύω από όλα τα άσχημα. Προσευχόμαστε για σένα. Περιμένουμε την κλήση σου. Γράψε μας τουλάχιστον δύο λέξεις.”
Μέχρι τότε, ο Aντρίι ήταν νεκρός.
Ο Ιβάν Σκίμπα ένιωσε ότι ο χρόνος τελειώνει. Αργά το απόγευμα στις 4 Μαρτίου, δύο από τους οκτώ άνδρες που είχαν συλληφθεί μαζί του είχαν σκοτωθεί από πυροβολισμούς. “Οι Ρώσοι άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους τι θα κάνουν με εμάς. Η συζήτηση ήταν η εξής: “Τι θα τους κάνουμε;” Ο δεύτερος άντρας είπε, «Τελειώστε τους, αλλά απλώς βγάλτε τους έξω, για να μην ξαπλώσουν εδώ».
Οι υπόλοιποι άνδρες οδηγήθηκαν στη γωνία σε μια μικρή αυλή. Κάτω από την άκρη του ρούχου του ο Ιβάν είδε το σώμα ενός άνδρα που βρισκόταν σε μια μικρή τσιμεντένια πλατφόρμα. Προφανώς είχε πυροβοληθεί νωρίτερα.
Οι Ρώσοι άρχισαν να κοροϊδεύουν τα θύματά τους. «Απολάμβαναν την εκτέλεση, χρησιμοποιώντας βρισιές, λέγοντας, «Αυτό είναι. Θάνατος για σένα!»,
Ο Ιβάν θυμάται μια τελευταία ανταλλαγή λέξεων με τους συντρόφους του. «Είπαμε αντίο ο ένας στον άλλον. Αυτό ήταν».
Σύμφωνα με τον Ivan, ο Ανατόλι Πριχντίνκο αποφάσισε ξαφνικά να τρέξει, αλλά πυροβολήθηκε αμέσως. Τότε οι Ρώσοι άνοιξαν πυρ εναντίον των άλλων. «Ένιωσα μια σφαίρα να μπαίνει στα πλευρά μου», θυμάται ο Ιβάν. «Με τραυμάτισε και έπεσα».
Ο Ιβάν δεν θυμάται ακριβώς πόσο καιρό έμειναν οι Ρώσοι, αλλά ήταν περισσότερο λεπτά παρά ώρες. Όταν ένιωσε ότι είχαν φύγει, ρίσκαρε μια ματιά κάτω από το σακάκι του. Η αυλή ήταν άδεια από ζωή. Τώρα ήταν η ευκαιρία του. Άπλωσε το χέρι του προς ένα ζευγάρι πόδια κοντά του, αυτά του νεκρού που είχε παρατηρήσει όταν μπήκαν για πρώτη φορά στην αυλή. Έβγαλε τα παπούτσια του άντρα για να τα φορέσει στα δικά του εκτεθειμένα πόδια.
Στη συνέχεια σύρθηκε σε έναν φράχτη σε κοντινό κήπο. Υπήρχε ένας άλλος φράχτης για να τον διασχίσει σε ένα σπίτι που εγκατέλειψαν οι ιδιοκτήτες του κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού.
Αυτό που ακολούθησε ήταν μια άλλη τρομακτική δοκιμασία. Μέσα στο σπίτι, ο Ιβάν περιποιήθηκε την πληγή του με κάποιο αντισηπτικό υγρό που βρήκε στο μπάνιο και άλλαξε ρούχα που άφησε πίσω του ο νοικοκύρης του σπιτιού.
Τυλίχτηκε σε μια κουβέρτα και προσπάθησε να κοιμηθεί. Αλλά τον ενοχλούσαν οι φωνές. Ρωσικές φωνές. Αποδείχθηκε ότι στο σπίτι ξεκουράζονταν και αρκετοί Ρώσοι στρατιώτες.
«Με είδαν και άρχισαν να με ρωτούν ποιος είμαι και τι έκανα εκεί».
Τους έπεισε ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και ότι η οικογένειά του είχε φύγει στην εκκένωση. Εξήγησε οτι τα τραύματά του ήταν αποτέλεσμα των βομβαρδισμών. Οι στρατιώτες πίστεψαν την ιστορία του, αλλά του είπαν ότι δεν μπορούσε να μείνει εκεί που ήταν. Αντίθετα, είπαν ότι θα τον πήγαιναν στη βάση τους για ιατρική περίθαλψη. Πίσω στην οδό Γιαμπλούνσκα 144. «Ήμουν τρομοκρατημένος τι θα συνέβαινε στη συνέχεια, από τη μια αιχμαλωσία στην άλλη».
Αλλά η τύχη του Ιβάν κρατούσε. Στη βάση, οι μάχιμοι γιατροί περιποιήθηκαν τις πληγές του. Αν τα στρατεύματα που τον πυροβόλησαν ήταν ακόμα γύρω, είτε δεν τον είδαν να επιστρέφει, είτε δεν τον αναγνώρισαν. Τον έβαλαν με πολίτες που στεγάζονταν στο καταφύγιο του κτιρίου. Μετά από αρκετές ημέρες, τους επέτρεψαν να φύγουν.
Τα πτώματα των δολοφονημένων ανδρών που υπερασπίζονταν τη Μπούχα με τον Ιβάν αφέθηκαν στην αυλή, όπου οι Ρώσοι έριχναν σκουπίδια, για τον υπόλοιπο μήνα της κατοχής.
Ο Ιβάν βρήκε την οικογένειά του, ακόμα προφυλαγμένη από τον πόλεμο, στο σπίτι. Κατάφεραν να δραπετεύσουν από τη Μπούχα και τελικά την Ουκρανία στην Πολωνία, αλλά όχι και από τη μνήμη των τρομερών ωρών στον αριθμό 144 της οδού Γιαμπλούνσκα.
Η στρατιωτική ήττα ανάγκασε σε υποχώρηση. Χάρη στις ουκρανικές δυνάμεις, οι Ρώσοι αποχώρησαν από την Μπούχα στις 31 Μαρτίου και κατευθύνθηκαν βόρεια προς τα σύνορα με τη Λευκορωσία. Οι εισβολείς άφησαν πίσω τους πολλά ίχνη της παρουσίας τους.
Δημοσιογράφοι βρήκαν στοιχεία που οδηγούσαν στις ίδιες μονάδες, το 104ο και το 234ο Συντάγματα Αερομεταφερόμενης Εφόδου. Ένας κάτοικος της Μπούχα βρήκε το κινητό τηλέφωνο του Ιβάν Σκίμπα, που άφησαν πίσω οι Ρώσοι καθώς υποχωρούσαν. Περιείχε αρχεία κλήσεων που έγιναν σε διάφορους αριθμούς στη Ρωσία. Τα αρχεία δεν συνδέουν κανέναν από τους καλούντες, απευθείας με τη σφαγή.
Οι δολοφονίες της οδού Γιαμπλούνσκα 144 και αλλού στη Μπούχα βρίσκονται στο επίκεντρο μιας τεράστιας έρευνας εγκλημάτων πολέμου από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και την Ουκρανία.
Η ουκρανική έρευνα διευθύνεται από έναν αστυνομικό δικηγόρο, ο οποίος μέχρι πρόσφατα ήταν περισσότερο γνωστός για τη διερεύνηση υποθέσεων βαρβαρότητας εντός των αστυνομικών δυνάμεων της χώρας.
Περπατώντας στον τόπο του εγκλήματος, ο Γιούρι Μπελούσοφ ελπίζει ότι οι δράστες τελικά θα αντιμετωπίσουν τη δικαιοσύνη. «Αυτοί οι Ρώσοι στρατιώτες που διέπραξαν αυτό το έγκλημα, θα μπορούσαν να συλληφθούν κάπου», λέει, δείχνοντας την πρόσφατη δίκη ενός Ρώσου αιχμαλώτου πολέμου που κατηγορείται για τη δολοφονία ενός αμάχου κοντά στο Κίεβο. Αλλά οι μεγάλοι στόχοι της έρευνας είναι ο Πρόεδρος Πούτιν και η ρωσική στρατιωτική και πολιτική ελίτ. «Ήταν προγραμματισμένο εκ των προτέρων», λέει ο Μπελούσοφ.
“Είχαν οδηγίες από την κορυφή για πώς να συμπεριφερθούν. Έτσι, οι ύποπτοι θα ήταν κορυφαίοι, οι τύποι που ξεκινούν πραγματικά τον πόλεμο, ας πούμε. Είναι σαν μια αλυσίδα ανθρώπων που οι αποφάσεις τους οδήγησαν στην εισβολή στην Ουκρανία.”
Αν δεν υπάρξει αλλαγή καθεστώτος στη Μόσχα, οποιαδήποτε επικείμενη δίωξη φαίνεται εξαιρετικά απίθανη. Εάν υπάρξουν διώξεις, ο Iβάν Σκίμπα θα είναι ζωτικός μάρτυρας.
Προς το παρόν, συνεργάζεται με τον Πολωνό που έχει δώσει στην οικογένειά του καταφύγιο. Οι Ρώσοι φαίνονται σωματικά μακριά. Υπάρχει όμως ο τρόμος που έρχεται τη νύχτα. “Ξυπνάς γιατί περιμένεις αυτόν τον πυροβολισμό στο κεφάλι σου. Έχω αυτό το συναίσθημα. Έρχεται σαν κύμα.”
Όταν περπατάμε σε μια κοντινή λίμνη το βράδυ, παρατηρώ ότι ένα έφηβο αγόρι που έχει μπει στην ομάδα της οικογένειας. Παίζει με τον γιο του Ιβάν που είναι μόλις λίγα χρόνια μικρότερος. Ο Ιβάν μου λέει ότι ο έφηβος είναι το παιδί του δολοφονηθέντος φίλου του και νονού της κόρης του, Σβιατοσλάβ Τουρόφσκι. Το αγόρι και η μητέρα του μετακόμισαν στην Πολωνία με την οικογένεια του Σκίμπα
Είναι ένα τέλειο βράδυ στις αρχές του καλοκαιριού, τα αγόρια ψαρεύουν, ο Ιβάν ακουμπάει σε ένα δέντρο και κοιτάζει, η γυναίκα του προσέχει τη μικρή τους κόρη μακριά από την άκρη του νερού. Ομως για τον Ιβάν και την οικογένειά του, για τους φίλους τους τους Τουρόφσκι, για όλες τις οικογένειες των ανδρών της οδού Γιαμπλούνσκα 144, η εισβολή της Ρωσίας και η σφαγή που εξαπέλυσε άλλαξαν τα πάντα.
Θυμάμαι τα λόγια της Ολια Πριχίντκο, ο σύζυγος της οποίας Ανατόλι προσπάθησε να τρέξει για να σώσει τη ζωή του. Η Ολια επισκέπτεται κάθε μέρα τον τάφο του με δύο φλιτζάνια καφέ, ένα για εκείνον και ένα για εκείνη.
«Όταν κανείς δεν μπορεί να με ακούσει», λέει, «τον φωνάζω με το όνομά του».
Κάθε μέρα τον καλεί, μέσα στις σιωπές, στο κενό που δημιουργεί ο πόλεμος.
Πηγή: BBC
Απόδοση: Γρηγόρης Τάτσης
www.ertnews.gr
Διαβάστε περισσότερα… Read More