Η εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων στη Σύρο
Τόπος υποδοχής και εγκατάστασης Μικρασιατών προσφύγων ήταν το νησί της Σύρου, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Η ρίζα δεν αδυνάτισε με το πέρασμα των χρόνων, αντίθετα δυνάμωσε και «άνθισε» και μάλιστα τόσο πολύ που το 2009 ξεκινούν οι διαδικασίες για τη δημιουργία του «Συλλόγου Μικρασιατών Ερμούπολης Σύρου». Το καταστατικό εγκρίθηκε το Δεκέμβρη του 2010 και οι πρώτες εκλογές έγιναν στις 20 του Φλεβάρη του 2011. Στόχος του συλλόγου που μάλιστα υλοποιήθηκε το 2017 ήταν η ίδρυση της «Στέγης Μικρασιατικής Μνήμης», χώρου όπου με τα εκθέματά του, θα μεταλαμπαδεύει στις επόμενες γενιές τις πτυχές της ιστορίας στη συγκεκριμένη θεματική, για να μαθαίνουν, να διαβάζουν, να ερευνούν και να βγάζουν συμπεράσματα και για το σήμερα, που τηρουμένων των αναλογιών, πόλεμοι και ξεριζωμοί συνεχίζουν να πληγώνουν την ανθρώπινη ιστορία.
Τόπος με πλούσια πολιτιστική παράδοση η Σύρος, υποδέχτηκε ανθρώπους που είχαν στο dna τους τον πολιτισμό, αφού οι μεγάλοι, δραστήριοι και σημαντικοί σύλλογοι που λειτουργούσαν στη Μικρά Ασία πριν τον ξεριζωμό, είχαν σαν αποτέλεσμα τη σημαντική συγκρότηση αντίστοιχης κουλτούρας στους Μικρασιάτες.
Αυτοί με τη σειρά τους, στις νέες πατρίδες που ρίζωσαν έπαιξαν τον πρωτεύοντα ρόλο στην επανεκκίνηση της πολιτιστικής ζωής, αλλά και στην οικονομία και τον αθλητισμό, σε μία χώρα ρημαγμένη από πολύχρονες πολεμικές περιπέτειες (Βαλκανικοί πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος, εκστρατεία στην Κριμαία, Μικρασιατική εκστρατεία).
Για την ιστορία των Μικραασιατών στη Σύρο, από τα εγκαίνια της «Στέγης Μικρασιατικής Μνήμης», αναδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από την ομιλία του τότε προέδρου του «Συλλόγου Μικρασιατών Ερμούπολης Σύρου», Νίκου Λειβαδάρα.
Όπως είχε αναφέρει: «Σεπτέμβρης 1922. Φτάνουν στο νησί της Σύρας 7.800 πρόσφυγες. Κάποιοι απ’ αυτούς, 1.835 άτομα, είτε θα βρουν τους δικούς τους σε άλλα μέρη της Ελλάδας ή θα αναχωρήσουν από το νησί προς νέο προορισμό. Περισσότερα από 650 άτομα αναχωρούν κατά τη δήλωσή τους προς τον Πειραιά. Με προορισμό την Αθήνα φεύγουν 339 εγγεγραμμένοι του Μητρώου Προσφύγων Σύρου, ενώ για τη Θήβα αναχωρούν πάνω από εκατό άτομα. Στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη αναχωρούν τουλάχιστον 140 άτομα, στην Καβάλα 33 και τη Δράμα 25. Στη βόρεια Ελλάδα κατευθύνονται συνολικά πάνω από 240 πρόσφυγες. Προς την Κρήτη φεύγουν τουλάχιστον 80 άτομα, ενώ στη Μυτιλήνη 71.
Οι υπόλοιποι θα μοιραστούν και στα άλλα Κυκλαδονήσια. Στην Ερμούπολη θα παραμείνουν 2.800, στη Νάξο θα σταλούν 900, στην Πάρο 900, στην Κέα 600, στην Τήνο 400, στη Μύκονο 300, στην Άνδρο 300 και λιγότεροι στη Μήλο, στη Σαντορίνη και την Αμοργό.
Ανάμεσα στους πρόσφυγες που φτάνουν στη μητέρα πατρίδα υπάρχουν πολλοί αστοί, κυρίως από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη (πάνω από το 50% του προσφυγικού πληθυσμού). Έχουν ένα υψηλό επίπεδο παιδείας, γνωρίζουν ξένες γλώσσες, έχουν κοσμοπολίτικο πνεύμα, κατέχουν τους κανόνες του εμπορικού ανταγωνισμού. Οι πρόσφυγες αγροτικής προέλευσης είναι πολύ πιο έμπειροι και ανοιχτοί σε νέου τύπου μεθόδους καλλιέργειας που ως τότε ήταν άγνωστοι στην Ελλάδα. Συμβάλλουν στην αγροτική μεταρρύθμιση, δίνοντας ιδιαίτερη ώθηση σε ορισμένους κλάδους, όπως η αμπελουργία, η σηροτροφία, η ροδοκαλλιέργεια, η καπνοκαλλιέργεια, η ελαιοκομία, η καλλιέργεια των λαχανικών και την εντυπωσιακή αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων.Από τους 7.800 πρόσφυγες που έφτασαν στην Ερμούπολη, οι περισσότεροι 3.415 προέρχονταν από τη Σμύρνη, 417 από τα Βουρλά, 271 από τη Σπάρτη Μ.Α., 233 από το Βουτζά, 149 από Κρήνη/Τσεσμέ, 149 από τη Φώκαια, 143 από το Αϊδίνιον και λιγότεροι από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας.
Οι πρόσφυγες της Σύρου αρχίζουν να οργανώνονται από το Νοέμβρη του 1922, για να αντιμετωπίζουν από κοινού και πιο αποτελεσματικά τα προβλήματά τους.
Μετά πέντε-έξι χρόνια από τον ερχομό τους, παρατηρείται εξομοίωση των προσφύγων με τους Συριανούς. Το 1926 ενοποιείται το κονδύλι του Δήμου, το οποίο αφορά τους άπορους δημότες.
Έως τότε υπήρχε ένα ξεχωριστό κονδύλι για την οικονομική ενίσχυση των άπορων προσφύγων, μαθητών και ασθενών. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και το υπ’ αριθ. 2681/16.3.1927 έγγραφο του Νομάρχη Κυκλάδων, το οποίο απευθύνεται στο Δήμαρχο Ερμούπολης. Από την 1η Απριλίου 1927 παύει η δωρεάν χορήγηση φαρμάκων από το Δημόσιο στους πρόσφυγες. Ο Νομάρχης παρακαλεί το Δήμαρχο να εξακριβώσει τον αριθμό των άπορων προσφύγων της περιφερείας του και να φροντίσει να καλύπτει από εδώ και εξής τις ανάγκες τους.
Οι πρόσφυγες έχουν πλέον ενσωματωθεί και θα αντιμετωπίζονται από τις αρχές, όπως οι υπόλοιποι δημότες και πολίτες της χώρας. Από το 1925-1926 παρατηρείται επίσης πως στις ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεων, γάμων και αποβιώσεων δεν μνημονεύεται πια παρά σπανίως, η καταγωγή του πρόσφυγα. Όσοι έγιναν μόνιμοι κάτοικοι της Ερμούπολης Σύρου, δηλώνουν πλέον τη νέα τους διαμονή.
Η Ερμούπολη δημιούργημα και συνονθύλευμα προσφύγων από το 1821 που είχαν φτάσει από τη Μικρά Ασία, τη Χίο, τα Ψαρά την Κάσσο, αλλά και από διάφορα μέρη της Ελλάδας, δεν θεωρούν ξένο σώμα τους πρόσφυγες του 1922. Δεν τους αντιμετωπίζουν ως πρόσφυγες, «ξένους», για αυτό και οι πρόσφυγες δεν νοιώθουν την ανάγκη να «γκετοποιηθούν». Να δημιουργήσουν κλειστή κοινωνία μεταξύ τους. Η πρώτη γενιά δεν ξεχνά την πατρίδα, τον πόνο της προσφυγιάς και τη σφαγή, όμως όπως αποδεικνύεται σε σύγκριση με άλλους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας πολύ γρήγορα αφομοιώθηκαν με τους ντόπιους γι’ αυτό και δεν είναι τόσο έντονο το προσφυγικό αίσθημα όχι τόσο στη δεύτερη αλλά ειδικά στην τρίτη και στην τέταρτη γενιά.
Οι πρόσφυγες αυτοί που έφτασαν εδώ θα βρουν ανθρωπιά και συμπαράσταση, σε τέτοιο βαθμό, που ίσως να ήταν ένα από τα λίγα μέρη του ελλαδικού χώρου που τους αντιμετώπισαν μ’ αυτόν τον τρόπο.
Ο Άριστος (Περίδης) στην εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» της Αθήνας στις 25 Ιουνίου 1923, πολύ κοντά στη Μικρασιατική καταστροφή, μόλις εννιά μήνες μετά γράφει:
«Εάν επρόκειτο να απονεμηθεί βραβείο φιλοξενίας και φιλανθρωπίας εις μιαν από τας πόλεις της Ελλάδος, αι οποίαι ήπλωσαν τους βραχίονας για να αγκαλιάσουν τους δυστυχισμένους πρόσφυγας, δικαιωματικώς το βραβείο αυτό έπρεπε να το πάρει το φιλόξενο νησί του Αιγαίου, η αυροφίλητη Σύρος.
Μόνο όσοι ευρέθησαν στο νησί αυτό τις πρώτες μέρες της Μικρασιατικής τραγωδίας είναι σε θέση να βεβαιώσουν τί έκαμαν οι κάτοικοί του για τα θύματα μιας μοιραίας συμφοράς, μιας θεϊκής κατάρας.
Εκείνο το οποίο είδαν τα μάτια μας στην προβλήτα του Τελωνείου, είναι αδύνατον να περιγραφεί. Συγκινητικότερο θέαμα δεν παρουσίασε ίσως καμιά ελληνική πόλη τη στιγμή της αποβιβάσεως όλων των συντριμμάτων της μικρασιατικής δυστυχίας.
Χιλιάδες Συριανοί και Συριανές, άλλοι με ψωμιά στα χέρια, άλλοι με κουτιά λουκούμια, άλλοι με σταμνάκια νερό, στρατός ολόκληρος από όλα τα άκρα του νησιού εξεστράτευσε για να ανακουφίσει τους δυστυχισμένους.
Το ένα κατόπιν του άλλου κατέπλεαν τα φορτηγά και ένα-ένα απεβίβαζε το φορτίο της δυστυχίας και του πόνου.
Μια επιτροπή γίνεται προχείρως από τους Ευαγγ. Σάμιο, Αρ. Τσιροπινά, Επ. Παπαδάμ, Π. Αλαβάνο, Π. Κουλούρη, Ι. Βαρδάκα, Μουμτζή, Μούγια, το λιμενάρχη κ. Μουτσούλα και άλλους και αναλαμβάνει αμέσως τα πρώτα καθήκοντά της.
Σε τρεις μέρες το φιλόξενο νησί μας πλημμυρίζει από γριές, μωρά και γέρους 6.000 περίπου πρόσφυγες. Καθ’ ένας απ’ αυτούς τους δυστυχείς εκτός της δυστυχίας του, δεν φέρει μαζί του ούτε ένα κουρέλι για να σκεπάσει την αθλιότητά του.
-Πού θα χωρέσει όλη αυτή η κακομοιριά;
-Κανένας δεν το φαντάζεται.
Μόνο τα μέλη της επιτροπής, ένας κι ένας βοηθούμενα από όλους τους κατοίκους του νησιού, τρέχουν τρία μερόνυχτα άγρυπνα, νηστικά, για να μας πουν μετά τρεις μέρες, ότι κανένας πρόσφυγας δεν κοιμάται στο δρόμο. Όλοι σκεπασμένοι και στεγασμένοι όχι κακήν κακώς.
Η πρώτη εβδομάς, η πρόχειρος εβδομάς, της εγκαταστάσεως των προσφύγων στη Σύρο, ίσως μπορεί να παραβληθεί με ότι έκαμαν αι Αθήναι και ο Πειραιάς ύστερα από ένα εξάμηνο αν πάρουμε τις αναλογίες των πληθυσμών.
Η κατόπιν όμως περίθαλψη των τυχερών προσφύγων της Σύρου δεν παραβάλλεται με την περίθαλψη καμιάς Ελληνικής πόλεως.
Και καταλήγει: Δεν ξέρουμε εμείς οι πρόσφυγες τι μας επιφυλάσσει ακόμα η μοίρα, αλλ’ αν πρόκειται να αφήσουμε μια μέρα το φιλόξενο νησί, θα τ’ αφήσομε με τον ίδιο πόνο, που αφήσαμε την ωραία μας Σμύρνη και τα σπιτάκια μας».
Έτσι συμπαραστάθηκαν οι Συριανοί στους πρόσφυγες Μικρασιάτες.
1925. Ιδρύονται δύο Σωματεία με την επωνυμία «Ένωσις Προσφύγων Νομού Αϊδινίου και ο «Μικρασιατικός Σύλλογος Κυκλάδων».
1927. Οι δύο αυτοί Σύλλογοι συγχωνεύονται στην «Παμπροσφυγική Ένωση Κυκλάδων» με πρόεδρο το δραστήριο Αχιλλέα Μαυρομουστάκη. Όπως είναι φυσικό ασχολούνται με την αποκατάσταση των προσφύγων.
1929. Το Μάιο του 1929 τίθεται ο θεμέλιος λίθος στην περιοχή του Ξηροκάμπου του Προσφυγικού Συνοικισμού. Σκοπός ήταν να παρέχουν οι αρχές μόνιμη στέγη σε άπορες προσφυγικές οικογένειες.
Το 1929 επίσης για την εξυπηρέτηση των προσφυγικών οικογενειών, αλλά και των ντόπιων, ιδρύθηκε στο συνοικισμό του Ξηροκάμπου δημοτικό σχολείο, το μετέπειτα έκτο Δημοτικό σχολείο Ερμούπολης.
Μεταξύ των δασκάλων του υπήρχαν άτομα προσφυγικής καταγωγής. Μία διδασκάλισσα από τη Σμύρνη η Ευγενία Λαζάρογλου υπηρέτησε για τριάντα χρόνια στο προσφυγικό δημοτικό σχολείο του Ξηροκάμπου.
1932. Το έργο της Ένωσης έχει ολοκληρωθεί. Οι πρόσφυγες έχουν στεγαστεί. Ο Ξηρόκαμπος έχει πλέον στεγάσει άπορες προσφυγικές οικογένειες στη Σύρο. Η δράση του ατονεί.
Τελικά οι Μικρασιάτες επιβίωσαν, ενσωματώθηκαν, μεγαλούργησαν στον τόπο που θεωρούσαν μητέρα πατρίδα».
Η ρίζα που λέγαμε στην αρχή, όχι μόνο έπιασε και ανθίζει, αλλά έχει δημιουργήσει τη βάσιμη προσδοκία, ότι και οι γενιές που έρχονται θα την αναπτύξουν με τον τρόπο που αξίζει στη θεματική που πραγματεύεται. Άλλωστε η ιστορία έγραψε ότι η Σύρος για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες ήταν ένα νησί αλληλεγγύης και όχι αρνητικής και επιφυλακτικής αντιμετώπισης όπως δυστυχώς συνέβη σε άλλες περιοχές, και αυτό «σηκώνει» ψηλά το νησί σαν διαχρονικό θετικό παράδειγμα.
Πηγή φωτο και στοιχείων: Σύλλογος Μικρασιατών Ερμούπολης Σύρου
Έρευνα: Νάσος Μπράτσος
www.ertnews.gr
Διαβάστε περισσότερα… Read More