Τετάρτη, 12 Νοεμβρίου, 2025

Κεντρική Ελλάδα

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΓΚΥΡΗ ΚΑΙ ΕΓΚΑΙΡΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Νέα εξέταση αίματος υπόσχεται πιο στοχευμένη και αποτελεσματική θεραπεία για τον καρκίνο των ωοθηκών

sample-4944421-1280

Μια νέα κλινική έρευνα ανοίγει τον δρόμο για πιο στοχευμένες θεραπείες του καρκίνου των ωοθηκών, καθώς εντόπισε μια εξέταση αίματος που μπορεί να προβλέψει ποιες γυναίκες είναι πιο πιθανό να ανταποκριθούν στη θεραπεία με αναστολείς PARP — μια καινοτόμο μέθοδο που μπλοκάρει την ικανότητα των καρκινικών κυττάρων να επιδιορθώνουν το DNA τους.

Κάθε χρόνο, περισσότερες από 300.000 γυναίκες παγκοσμίως διαγιγνώσκονται με καρκίνο των ωοθηκών — περίπου 1.700 από αυτές στην Αυστραλία. Η τετραετής κλινική δοκιμή Φάσης ΙΙ που ονομάζεται SOLACE2 και πραγματοποιήθηκε σε 15 αυστραλιανά νοσοκομεία, εξέτασε στρατηγικές ενίσχυσης του ανοσοποιητικού συστήματος ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των αναστολέων PARP. Κατά τη διάρκεια της δοκιμής αξιολογήθηκε και μια νέα συνοδευτική εξέταση αίματος για γυναίκες με καρκίνο των ωοθηκών.

Στοχευμένες θεραπείες για καλύτερα αποτελέσματα

Η θεραπεία με αναστολείς PARP χορηγείται σε γυναίκες των οποίων ο καρκίνος παρουσιάζει ελάττωμα στην επιδιόρθωση του DNA, γνωστό ως ανεπάρκεια ομόλογου ανασυνδυασμού (HRD-positive). Ωστόσο, οι κλινικοί γιατροί έχουν διαπιστώσει ότι ορισμένες γυναίκες με καρκίνο των ωοθηκών χωρίς ένδειξη HRD μπορούν παρ’ όλα αυτά να ωφεληθούν από τη θεραπεία με αναστολείς PARP, ενώ άλλες με HRD θετικό καρκίνο ενδέχεται να μην ανταποκριθούν. Το εύρημα αυτό υποδηλώνει ότι και άλλοι παράγοντες πιθανόν να επηρεάζουν την ανταπόκριση στη θεραπεία.

Η διακεκριμένη καθηγήτρια Μαγκνταλένα Πλεμπάνσκι, επικεφαλής της μελέτης δήλωσε ότι μέχρι τώρα δεν υπήρχε εύκολος τρόπος να στοχευθεί πιο αποτελεσματικά η θεραπεία με αναστολείς PARP, πέρα από το υπάρχον τεστ HRD.

«Στη μελέτη SOLACE2 δείξαμε ότι ένα νέο ανοσολογικό τεστ μπορεί να προβλέψει καλύτερα ποιες γυναίκες θα ανταποκριθούν στους αναστολείς PARP», ανέφερε η επικεφαλής του Κέντρου Μεταφραστικής Έρευνας και Κλινικών Δοκιμών (ATRACT) του RMIT.

«Πιστεύουμε ότι αυτό το πολλά υποσχόμενο νέο τεστ θα επιτρέψει πιο αποτελεσματικό έλεγχο και ταυτοποίηση των κατάλληλων ασθενών, ώστε να χορηγείται η θεραπεία σε εκείνες που είναι πιο πιθανό να ωφεληθούν» πρόσθεσε.

Η νέα εξέταση αίματος μετρά την αύξηση στην έκφραση συγκεκριμένων ανοσολογικών δεικτών που αντικατοπτρίζουν τη μετακίνηση «καλών» ανοσοκυττάρων, ικανών να καταστρέφουν καρκινικά κύτταρα, προς τις εστίες του καρκίνου. Παράλληλα, εξετάζει και βασικές φλεγμονώδεις διεργασίες που συνδέονται με την ανάπτυξη και την ανθεκτικότητα του καρκίνου, προσφέροντας έτσι ένα απλό «αποτύπωμα» βιοδεικτών στο αίμα.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι βιοδείκτες που έχει κατοχυρώσει το RMIT μπορούν, μέσω μιας απλής εξέτασης αίματος, να καθοδηγούν πιο αξιόπιστα ποιοι ασθενείς θα ωφεληθούν από τη θεραπεία με αναστολείς PARP — ακόμη καλύτερα από το υπάρχον τεστ HRD. Αυτό καθιστά επιτακτική την άμεση περαιτέρω επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων.

Το τρέχον τεστ HRD απαιτεί επαρκή ποσότητα ιστού από τον όγκο και πολύπλοκες αναλύσεις του μηχανισμού επιδιόρθωσης του DNA, κάτι που δεν είναι πάντα εφικτό. Επιπλέον, μπορεί να μην αντανακλά με ακρίβεια την τρέχουσα ικανότητα του καρκίνου να επιδιορθώνει το DNA του, καθώς αυτή μεταβάλλεται με τον χρόνο.

«Το δικό μας τεστ επικεντρώνεται στην άμεση ανοσολογική απόκριση στο αίμα και όχι στην ικανότητα επιδιόρθωσης του DNA, που μπορεί να μην είναι πλέον αντιπροσωπευτική. Με αυτόν τον τρόπο εντοπίσαμε με μεγαλύτερη ακρίβεια ποιες ασθενείς της SOLACE2 θα ωφελούνταν περισσότερο από τη θεραπεία με αναστολείς PARP», δήλωσε η Πλεμπάνσκι.

Η νέα εξέταση δεν είναι ακόμη διαθέσιμη για ασθενείς, καθώς πρέπει να υποβληθεί σε περαιτέρω δοκιμές και επιβεβαίωση πριν λάβει τις απαραίτητες εγκρίσεις για ευρεία χρήση.

Καθυστέρηση υποτροπής του καρκίνου

Ο καθηγητής Τσι Κουν Λι, κλινικός επικεφαλής του Κέντρου Κλινικών Δοκιμών του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ και συν-πρόεδρος της μελέτης, δήλωσε ότι η κλινική δοκιμή SOLACE2 έδειξε πως τρεις μήνες ανοσολογικής προετοιμασίας βοήθησαν στην καθυστέρηση της υποτροπής του καρκίνου των ωοθηκών, όταν ακολούθησε θεραπεία με αναστολέα PARP και ανοσοθεραπεία.

«Παρότι είδαμε οφέλη από αυτή την προσέγγιση, το μικρό μέγεθος της δοκιμής δεν μας επέτρεψε να έχουμε την οριστική κλινική επιβεβαίωση που αναζητούσαμε, οπότε απαιτείται περαιτέρω έρευνα», σημείωσε ο Λι.

«Ωστόσο, η μελέτη μας ανέδειξε με επιτυχία αυτή τη νέα εξέταση, η οποία έχει τη δυνατότητα να μεταμορφώσει τις προοπτικές για πολλές γυναίκες με καρκίνο των ωοθηκών, επιτρέποντας στους γιατρούς να εξατομικεύουν τις θεραπείες και να διασφαλίζουν ότι κάθε γυναίκα λαμβάνει τη βέλτιστη αγωγή για την περίπτωσή της» κατέληξε.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Communications.

ΠΗΓΗ: Medicalxpress

www.ertnews.gr

Διαβάστε περισσότερα… Read More