Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Κεντρική Ελλάδα

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΓΚΥΡΗ ΚΑΙ ΕΓΚΑΙΡΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Φερνάντο Τρουέμπα: Αποκλειστική συνέντευξη – Το νέο ντοκιμαντέρ, τα μυστικά γυρίσματα στην Ελλάδα και η γάτα που άφησε πίσω

Βραβευμένος με Όσκαρ, Γκράμι, Γκόγια, Αργυρή άρκτο και άλλα τόσα βραβεία, ο Φερνάντο Τρουέμπα είναι το τιμώμενο πρόσωπο στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ που πραγματοποιείται στη Θεσσαλονίκη. Αφορμή η νέα του ταινία «Πυροβόλησαν τον Πιανίστα», που ταξίδεψε σε πολλά φεστιβάλ, ανάμεσα σε αυτά στου Λονδίνου, του Σαν Σεμπαστιάν και του Τορόντο. Δοθείσης της αφορμής όμως, αρκετά από τα ντοκιμαντέρ του [ή καλύτερα ταινίες του με ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση], όλα πλουμιστά σε μουσικά ακούσματα, θα παρουσιαστούν εκεί [συγκεκριμένα τα Calle 54, Πυροβόλησαν τον πιανίστα, Τσίκο και Ρίτα].

Μιλήσαμε μαζί του στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν, αφού είχε προηγηθεί συνάντησή μας κατά τη διάρκεια των μυστικών γυρισμάτων της νέας του ταινίας στην Ελλάδα στο Τρίκερι.

Στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν με τον Φερνάντο Τρουέμπα, τη σύζυγό του και τον συνεργάτη του, σχεδιαστή και εικονογράφο Χαβιέ Μαρισκάλ (Φωτογραφία: Απόλλων Κωνσταντίνος Μπόλλας)

Η ιστορία πίσω από την ταινία «Πυροβόλησαν τον Πιανίστα»

Το «Πυροβόλησαν τον Πιανίστα» είναι μια όχι τόσο γνωστή ιστορία που ξαφνιάζει με το μυστήριο της και εντυπωσιάζει με το ταλέντο ενός όχι τόσο γνωστού μουσικού εκτός Βραζιλίας. Ο Τρουέμπα επιλέγει να τοποθετήσει την ιστορία στη Νέα Υόρκη, το 2010. Εκεί, ο Τζεφ Χάρις παρουσιάζει το βιβλίο του με τις αληθινές σκέψεις του για τη ζωή και την εξαφάνιση του Φρανσίσκο Τενόριο Τζούνιορ, ενός νεαρού Βραζιλιάνου πιανίστα της Σάμπα και της Τζαζ που εξαφανίστηκε στις 18 Μαρτίου 1976, στο Μπουένος Άιρες. Ο Τζεφ Χάρις, δεν είναι άλλος από τον ίδιο σκηνοθέτη με alias, που ήθελε να εξερευνήσει την ιστορία του σε ένα ντοκιμαντέρ μυθοπλασίας με κινούμενες εικόνες.

«Η έμπνευση για την ταινία «Πυροβόλησαν τον Πιανίστα» μου ήρθε όπως το παρουσιάζω και στην ταινία, μέσα από την ιστορία του Τζεφ Γκολντμπλάμ. Ξέρετε, γύριζα μια ταινία το 2004 στη Βραζιλία. Και τότε αγόραζα δίσκους όπως συνηθίζω. Σε έναν από αυτούς τους δίσκους, ανακάλυψα τον Φρανσίσκο Τενόριο Ζούνιορ, αυτόν τον πιανίστα που δεν είχα ακούσει ποτέ. [Ήταν παράξενο γιατί] γνωρίζω πολλά για τη βραζιλιάνικη μουσική, οπότε με εξέπληξε που ανακάλυψα ένα νέο πρόσωπο» μας λέει ο Φερνάντο Τρουέμπα. «Λάτρεψα το παίξιμό του και προσπάθησα να μάθω περισσότερα γι’ αυτόν. Μετά ανακάλυψα και άλλες μουσικές του. Αργότερα μου αποκαλύφθηκε το τραγικό τέλος της ζωής του, όταν ήταν μόλις 34-35 ετών. Και σε μία στιγμή, μου έγινε εμμονή. Το 2004 ήμουν στη Βραζιλία και έκανα μια ταινία «Το θαύμα του Κανετάλ». Και τότε ανακάλυψα δίσκους από τη δεκαετία του ’60 και του ’70 που είχαν εξαντληθεί. Αργότερα επανεκδόθηκαν ξανά. Οπότε σε έναν από αυτούς άκουσα αυτό το πιάνο· και λέω «ποιος είναι αυτός ο τύπος;». Και ανακάλυψα το όνομα ενός πιανίστα που λεγόταν Tenοrio Junior. Δεν τον είχα ακούσει ποτέ και ήμουν ήδη μεγάλος θαυμαστής της βραζιλιάνικης μουσικής. Αλλά έτσι προσπάθησα να μάθω περισσότερα γι’ αυτόν».

Γιατί animation και όχι ντοκιμαντέρ;

Το μικρόβιο της έρευνας προϋπήρχε, καθώς τα πρώτα χρόνια της καριέρας του ο Τρουέμπα εργάστηκε ως αναλυτής ταινιών και δημοσιογράφος στην El Pais. Αυτή η ιστορία τον έκανε να σηκώσει ξανά τα μανίκια και να ξεκινήσει την έρευνα του, όπως μας είπε: «Και άκουσα και άλλους δίσκους όπου έπαιζε και μετά ανακάλυψα ότι αυτός ο τύπος έχει εξαφανιστεί, το ‘76, στο Μπουένος Άιρες και πραγματικά δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί. Έτσι άρχισα να ερευνώ όλο και περισσότερο την ιστορία του, και μετά έκανα σχεδόν 150 συνεντεύξεις με ανθρώπους σε Βραζιλία, Αργεντινή, Ηνωμένες Πολιτείες, κ.λπ. Εστίασα κυρίως σε μουσικούς, φίλους, την οικογένειά του, ανθρώπους από το χώρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανθρώπους που σχετίζονται με το τι του συνέβη ή με τον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Αργεντινή ή τη Βραζιλία. Και τότε είχα όλο αυτό το υλικό στα χέρια μου. Στην αρχή σκέφτηκα ότι θα έκανα ένα ντοκιμαντέρ. Κάποιες φορές σκεφτόμουν ίσως ένα βιβλίο. Προηγήθηκε όμως η ταινία μου «Τσίκο και Ρίτα». Το έκανα με τον Μαρισκάλ και ανακάλυψα τις δυνατότητες του animation. Εκείνη τη στιγμή, μετά το Τσίκο και Ρίτα, αποφάσισα πως έπρεπε να το κάνω σε animation, γιατί αν το έκανα ντοκιμαντέρ, θα ήταν μια ταινία για έναν νεκρό, για έναν αγνοούμενο, και δεν ήθελα να είναι ένας αγνοούμενος, ένας νεκρός· τον ήθελα ζωντανό γιατί κάποτε ήταν σημαντικός καλλιτέχνης και σπουδαίος μουσικός. Ήθελα στην ταινία να τον δω ζωντανό. Να μην τον παρουσιάσω μόνο ως ένα αποθανόν πρόσωπο, αυτό δεν θα ήταν δίκαιο γι’ αυτόν. Η πρώτη μου υποχρέωση δεν ήταν απέναντι στο κοινό ή σε μένα, ήταν απέναντι στον ίδιο τον Tenorio. Οπότε έπρεπε να κάνω μια ταινία που να τον υπηρετεί. Μια ταινία που μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να τον ανακαλύψουν και να τον θυμούνται ή να τον απολαμβάνουν να παίζει μουσική. Αυτός είναι λοιπόν ο κύριος λόγος, που αποφάσισα και αυτή η ταινία μου να είναι με κινούμενα σχέδια».

Οπτικές αναστάσεις και κρυμμένοι άνθρωποι

Ενώ είναι καθιερωμένος και βραβευμένος με Όσκαρ για τις υπέροχες ταινίες μυθοπλασίας του, τα μουσικά ντοκιμαντέρ τον κερδίζουν όλο και περισσότερο. Δεν είναι τυχαίο ότι ως παραγωγός έχει κερδίσει δύο φορές Grammy λατινικής μουσικής. Στο ντοκιμαντέρ του πολλοί εμφανίζονται ζωντανοί να αφηγούνται τις ιστορίες τους, αποτέλεσμα καταγεγραμμένων παλαιότερων συνεντεύξεων που πλέον ζωντάνεψαν με την τεχνική του animation. «Υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι κρυμμένοι στην ταινία μου, που είναι υπέροχο να τους αναγνωρίζεις. Ανάμεσα σε αυτούς υπάρχει και η οπτική ανάσταση του φίλου μου του Bebo Valdez, που παίζει μια από τις συνθέσεις του. Ήταν χαρά μου να το προσθέσω στο ντοκιμαντέρ αυτό γιατί τον αγαπώ τόσο πολύ».

Αμαλγάματα μνήμης και κινηματογραφικές συγγένειες

Η ταινία του δεν είναι υβρίδιο αλλά αποτέλεσμα αποφασιστικής επιλογής πρόσμιξης ειδών. «Είναι περίεργο γιατί αμέσως αποφάσισα ότι ήθελα να το κάνω σε animation, παρόλα αυτά, είναι ένα ντοκιμαντέρ. Επίσης είναι μια [καταγεγραμμένη] έρευνα. Είναι επίσης λίγο θρίλερ, είναι και ένα μιούζικαλ νομίζω. Και είναι μια ταινία για τη μνήμη. Είναι ένα παζλ, για το πώς μπορείς να ανασυνθέσεις τη ζωή ενός ανθρώπου που εξαφανίστηκε πριν από τόσα χρόνια, μόνο συνθέτοντας κομμάτια αναμνήσεων από πολλούς ανθρώπους που τον γνώριζαν ή τον συνάντησαν ή είχαν σχέση μαζί του και ταυτόχρονα, η ταινία είναι επίσης, περιέργως, φόρος τιμής στον κινηματογράφο, γιατί από την αρχή, ακόμα και από τον ίδιο τον τίτλο που είναι παιχνίδι λέξεων με τον Francois Truffaut [σ.σ. για την ακρίβεια με τον τίτλο «Πυροβολίστε τον Πιανίστα»], η εγγύτητα της γαλλικής nouvelle vague και της βραζιλιάνικης μουσικής bossa Nova, το κάνει να μοιάζει σαν παράλληλη ιστορία».

Οι κινηματογραφικές του αναφορές, όπως και τα ακούσματα ή οι προσλαμβάνουσές του, υπάρχουν διάσπαρτες στην ταινία, κάτι που επισημαίνω και μου το επιβεβαιώνει: «Ναι, μου αρέσει η διακειμενικότητα. Μπορείτε να δείτε στους τοίχους, αφίσες των δύο από τις αγαπημένες μου βραζιλιάνικες ταινίες, όπως το «Δεν Φορούν Μαύρες Γραβάτες» που για μένα είναι ένα αριστούργημα ή το «Μαύρος θεός, Λευκός Διάβολος», και οι δύο από τη χρυσή εποχή του Βραζιλιάνικου νέου κύματος. Όσο για τις ταινίες υπάρχουν τα «400 Χτυπήματα» και το «Απολαύστε το κορμί μου» [σ.σ. φριχτή απόδοση τίτλου εποχής για το Jules et Jim]. Είναι όλα αυτά αμαλγάματα μνήμης… Αγαπώ την τέχνη ξέρετε, και αγαπώ τον κινηματογράφο. Λατρεύω τη μουσική. Μου αρέσει να εντάσσω μέσα στις ταινίες πράγματα που αγαπώ. Αυτή η ταινία έχει πολλά φρικιαστικά και τραγικά πράγματα, αλλά και πολλά πράγματα είναι η αγάπη μου για τη ζωή και η αγάπη μου για τον κινηματογράφο και τη μουσική και τους καλλιτέχνες. Οπότε αυτό είναι περίεργο, γιατί όλα αυτά τα πράγματα μπορούν να συνυπάρξουν μαζί μέσα σου».

Η μελαγχολία κερδίζει τη γλυκιά ανάμνηση ιδιαίτερα σε αυτήν την ταινία; «Όχι, είναι φόρος τιμής στον Τενόριο. Και στη βραζιλιάνικη κουλτούρα και στη βραζιλιάνικη μουσική. Αλλά διασκεδάζω όταν ενορχηστρώνω [ασύνδετα θέματα]. Ξέρετε, μου δίνει μεγάλη ευχαρίστηση να το κάνω, και υποφέρω πολύ επίσης (στη συγκεκριμένη ταινία), επειδή είναι μια τόσο θλιβερή ιστορία».

«Ήμουν πολύ χαρούμενος όταν ο τραγουδιστής συνθέτης Milton Nascimento, άρχισε να μου αφηγείται ότι η ζωή του ως συνθέτη ξεκίνησε μόλις είδε το “Απολαύστε το κορμί μου” στον κινηματογράφο, και είπα “ω, ουάου”. Και την ίδια στιγμή πλάνταξα στο κλάμα. Όταν είδα αυτό το μικρό καρούλι (σ.σ. αρχειακό υλικό σε φιλμ) με τον Vinicius de Moraes να ζητάει βοήθεια στο Μπουένος Άιρες για να βρει τον Tenorio, όταν το ανακαλύψαμε αυτό και το είδαμε παρέα, μας πήραν εμένα και τον βοηθό μου τα κλάματα. Κλαίγαμε. Το ίδιο και με τις ιστορίες των γιων του Tenorio που μας έλεγαν ότι για χρόνια όλοι χτυπούν το κουδούνι στην πόρτα στο σπίτι, και κάθε φορά περίμεναν ότι ήταν ο πατέρας τους. Ήταν μικρά παιδιά και ήθελαν να γυρίσει ο πατέρας τους· και ο πατέρας τους δεν θα επέστρεφε ποτέ, το καταλαβαίνετε; Έτσι η έρευνα μας ήταν γεμάτη από θλιβερές [ανθρώπινες] ιστορίες».

Τα μυστικά γυρίσματα στην Ελλάδα

Το «Πυροβόλησαν τον Πιανίστα» όμως δεν είναι ο μοναδικός λόγος που δέχτηκε εγκάρδια την πρόσκληση στο Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης αλλά η αγάπη του για την Ελλάδα, όπου με άκρα μυστικότητα μάλιστα γύρισε πριν έναν χρόνο τη νέα του ταινία. Τίτλος της: Haunted Hearts. Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Ματ Ντίλον.

«Η ταινία έχει ήδη ολοκληρωθεί. Είμαι πολύ ευχαριστημένος με αυτήν. Η εμπειρία στην Ελλάδα ήταν απίστευτη! Το συνεργείο ήταν πολύ καλό, πολύ επαγγελματικό, πολύ καλή σχέση με όλους τους, αλλά κυρίως πρέπει να πω με τους ηθοποιούς. Το να δουλεύω με την Κίκα Γεωργίου ή με τον Πολύδωρο Βογιάτζη, με τη Μαρίνα κλπ. ήταν υπέροχο. Ήταν υπέροχοι ηθοποιοί και τους αγαπούσα. Τους αγαπώ και έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από αυτούς και τη συνεργασία μαζί τους. Ήταν τόσο καλοί, αλλά και τόσο ωραίοι ως άτομα. Έτσι ήταν σαν να ήμουν μέλος σε μια (καινούρια) οικογένεια. Πραγματικά κρατάω μόνο υπέροχες αναμνήσεις από το γύρισμα στο Τρίκερι (Αγία Κυριακή) του «Haunted Heart». Ναι, ήταν υπέροχο». Σχετικά με την εμπειρία από το γύρισμα στην Ελλάδα, θα συμπληρώσει: «[…] Είμαι πολύ χαρούμενος με την ταινία. Έχει ήδη ολοκληρωθεί, ο συνθέτης μου ήταν εντυπωσιασμένος, και λέει ότι είναι η καλύτερη ταινία μου. Δεν μπορώ να το πω αυτό γιατί δεν έχω γνώμη για τις ταινίες μου, αλλά χαίρομαι που το πιστεύει· οπότε ανυπομονώ για την πρεμιέρα της ταινίας στην Ελλάδα. Είμαι περίεργος να δω πώς θα την αισθανθούν [οι Έλληνες]. Είναι μια ρομαντική ιστορία με σασπένς. Αλλά όταν κάναμε γυρίσματα στην Ελλάδα, συνήθιζα να αστειεύομαι με τους ηθοποιούς μου και να λέω, ότι ίσως δεν είναι τόσο ρομαντικό αυτό το σασπένς. Ίσως είναι ένα υδάτινο γουέστερν».

Αν κάτι κάνει ξεχωριστό τον Φερνάντο Τρουέμπα είναι πως τα πάθη του είναι η γνώση, η μόρφωση, οι συναναστροφές, οι ανταλλαγές απόψεων… και ο κινηματογράφος ενυπάρχει στο ανάμεσα. «Ναι, μου αρέσει να ζω διαβάζοντας, βλέποντας ταινίες, ακούγοντας μουσική. Αυτή είναι η ζωή μου. Μου αρέσει να μιλάω με φίλους. Κι αυτό πάλι είναι η ζωή μου. Ή να τρώω ένα καλό γεύμα. Λατρεύω το φαγητό, το καλό φαγητό. Και στην Ελλάδα το φαγητό ήταν υπέροχο! Μου αρέσει ιδιαίτερα η ελληνική διατροφή».

Συνάντηση με τον Φερνάντο Τρουέμπα στο Τρίκερι (Φωτογραφία: Απόλλων Κωνσταντίνος Μπόλλας)

Η μικρή γάτα που άφησε πίσω στην Ελλάδα

Ανακαλώ μια στιγμή στα γυρίσματα όταν προσπαθούσε να βρει τρόπο να πάρει μαζί του ένα μικρό γατάκι που τον ακολουθούσε από την πρώτη μέρα των γυρισμάτων. Αν το αεροδρόμιο ήταν πιο κοντά στον τόπο γυρισμάτων, είμαι σίγουρος ότι θα το είχε καταφέρει.

-Το μόνο πράγμα που άφησες πίσω στην Ελλάδα ήταν μια μικρή γάτα, αλλά υποθέτω…

-Ω, Θεέ μου. Τη θυμάμαι. Την ονόμασα «Χειμώνα». Τη βάφτισα «Χειμώνα» και έχω φωτογραφίες της και των μικρών της μωρών. Και τη σκέφτομαι μερικές φορές. Αλλά ήταν κάπως περίπλοκο να τελειώσω την ταινία με όλα τα μπαγκάζια με τα πράγματα και το να κουβαλάω το ζώο χωρίς να έχω τις απαραίτητες άδειες… Έτσι την άφησα εκεί. Ελπίζω να είναι καλά.

Η φιλία πάνω απ’ όλα

Η μνήμη, οι συχνές αναφορές σε φίλους του, η εμπιστοσύνη που φίλοι του (όπως ο Ματ Ντίλον ή ο Τζεφ Γκόλντμπλαμ) δείχνουν, θυμίζει σε όλους ότι πάνω από την τέχνη, πάνω από τη μαγειρική, πάνω από τη γνώση, έχει τη φιλία. «Ναι, νομίζω ότι η φιλία είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου. Όταν οι άνθρωποι λένε ότι η οικογένεια είναι πιο σημαντική, τους απαντώ «όχι, δεν είναι αλήθεια». Το πιο σημαντικό είναι να είσαι καλός φίλος με τη γυναίκα σου ή να είσαι καλός φίλος με τα αδέρφια σου ή με τον γιο σου. Αυτό λοιπόν δείχνει σε ποια βαθμίδα αναρτώ τη φιλία, που συνεχίζει να είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Και αγαπώ να δουλεύω με φίλους. […] Ας πούμε δεν γνώριζα αυτούς τους Έλληνες ηθοποιούς πριν γυρίσω την ταινία, αλλά έγιναν φίλοι μου, καταλαβαίνετε; Και αν εμφανιστούν τυχαία εδώ που μιλάμε, τώρα, θα φιληθούμε από καρδιάς και ειλικρινά, όχι μόνο κοινωνικά, ή τα τυπικά «Πώς είσαι;»… Όχι, όχι, όχι, όχι. Όχι, όχι, όχι, αυτά είναι μ…κίες. Όχι, είναι φίλοι μου. Τους αγαπώ και θα ήθελα να πω ιδιαίτερα στην Κίκα [Γεωργίου] πόσο πολύ την αγαπώ και μαζί με τη γυναίκα μου την έχουμε στην καρδιά και το μυαλό μας».

www.ertnews.gr

Διαβάστε περισσότερα… Read More