Συνέντευξη με τον Ζακ Οντιάρ, σκηνοθέτη του «Εμιλία Πέρεζ»
Στη διαδικτυακή συνέντευξη που παραχώρησε ο Ζακ Οντιάρ, είχα τη χαρά να κάνω την πρώτη ερώτηση. Μέσα όμως και από τις ερωτήσεις των υπολοίπων συναδέλφων, θα έχετε την ευκαιρία να γνωρίσετε καλύτερα τις σκέψεις και τους συνειρμούς του «μπαμπά» της Εμίλια Πέρεζ που ήδη κάνει δειλά τα πρώτα της βήματα στις μεγάλες οθόνες της χώρας μας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Η ερώτησή μου αφορά την ανάμειξη των γλωσσών και τον ρυθμό που βρήκατε σε αυτές. Υπάρχουν Ισπανικά, Αγγλικά, σε κανονικής ροής διάλογο αλλά και τραγούδια σε διαφορετικές γλώσσες. Ήταν εύκολο να βρείτε τον ρυθμό;
ΖΑΚ: Για να απαντήσω στην ερώτησή σας, κατ’ εμέ, δεν υπάρχει τόση ανάμειξη γλωσσών σε αυτήν την ταινία ώστε να αποτελεί πρόβλημα. Κυρίως είναι ισπανικά ή μεξικάνικα, αν προτιμάτε. Αυτό με το οποίο ασχολήθηκα ήταν τα μεξικανικά-ισπανικά (σ.σ. και όχι π.χ. τα αγγλικά που ακούγονται). Όπως και να ‘χει, δεν μιλάω αγγλικά ή ισπανικά. Αυτό που με ενδιέφερε πραγματικά ήταν η μουσικότητα μιας γλώσσας, η μουσικότητα της υποκριτικής.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Η ερώτησή μου αφορά τη μουσική. Παραδοσιακά στα μιούζικαλ, από τις εποχές των ταινιών της MGM, η κύρια πλοκή υποστηρίζεται από την ταινία. Και στη συνέχεια, η μουσική λειτουργεί σαν συναισθηματικά σημεία στίξης. [Τα τραγούδια] εκφράζουν το συναίσθημα ενός χαρακτήρα ή την αίσθηση μιας σκηνής. Στην ταινία σας, η μουσική το κάνει αυτό. Αλλά επίσης αναλαμβάνει να αφηγηθεί και την ιστορία. Τι σας έκανε να αισθάνεστε σιγουριά και άνεση ώστε να δώσετε αυτό το επίπεδο αφηγηματικής ευθύνης στα τραγούδια;
ΖΑΚ: Πρέπει να ξεκινήσω λέγοντας ότι δεν έχω μεγάλη γνώση για το είδος των μιούζικαλ. Και ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι δεν με συναρπάζει ιδιαίτερα. Νομίζω ότι θα μπορούσα να αναφέρω τέσσερα, πέντε, ίσως έξι μιούζικαλ που πραγματικά βρήκα εξαιρετικά. Και αυτό θα ήταν το ανώτατο όριο. Οπότε, υπάρχει μια έμμεση κριτική από την πλευρά μου για το είδος. Όσον αφορά αυτό που κάναμε, συνειδητοποιήσαμε πολύ γρήγορα με τη συνθέτι Camille και τον συν-σεναριογράφο μου, Thomas Bidegain, ότι τα τραγούδια δεν έπρεπε να είναι απλώς περιγραφικά στην ταινία μας. Ήταν για να προάγουν την πλοκή. Τώρα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν τραγούδια στην ταινία μας που είναι περιγραφικά. Αλλά, κυρίως, τα τραγούδια βρίσκονται εκεί για να προωθήσουν την πλοκή. Ένα τραγούδι που τραγουδάει η Zoe, όπως το El Mal, ή το τραγούδι Lady με τον Dr. Wasserman, αυτά τα τραγούδια προωθούν την πλοκή. Το ίδιο ισχύει και για το τραγούδι της αρχής, που δεν μας δείχνει πώς νιώθει ένας χαρακτήρας, αλλά είναι ένα τραγούδι που «διεκδικεί» κάτι, (σ.σ και εκφράζει) μια πολιτική οργή. Αυτός ήταν ο στόχος. Και είμαι προφανώς πολύ χαρούμενος που το παρατηρήσατε.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Δεν είναι η πρώτη σας συνεργασία με τον σεναριογράφο Thomas Bidegain. Τι κάνει τη συνεργασία μαζί του ξεχωριστή και πώς συνεργάζεστε;
ΖΑΚ: Στην ταινία αυτή, την «Emilia Perez», ο Thomas Bidegain δεν ήταν εκεί από την αρχή και δεν ήταν αρχικά μέρος του πρότζεκτ. Ήμουν μόνος μου εγώ, που έγραψα το προσχέδιο, και αργότερα ο Thomas Bidegain εντάχθηκε στο πρότζεκτ. Τώρα, το ξεχωριστό στη σχέση μου με τον Thomas Bidegain είναι ότι πάνω απ’ όλα είναι φίλος. Έχουμε επίσης αυτή τη σχέση σεναριογράφου-σκηνοθέτη. Αλλά είναι συνεργάτης και συν-σεναριογράφος. Η συνεργασία μας ξεπερνά απλώς το γράψιμο του σεναρίου. Για παράδειγμα, δεν κοιτάω τις καθημερινές λήψεις. Ο Tom τις κοιτάζει και μου δίνει σημειώσεις. Και στην «Emilia Perez», ο Thomas είναι και μουσικός: παίζει όργανα, τραγουδάει, οπότε ήταν παρών κατά τη διάρκεια της συγγραφής των τραγουδιών. Είναι κάποιος στον οποίο βασίζομαι σε πολλούς τομείς: σενάριο, ανάπτυξη της ταινίας, μουσική. Όταν είμαστε σε μια πιο κλασική συνεργασία σεναρίου, έχουμε συνεδρίες δουλειάς το πρωί και γράφουμε το απόγευμα. Αλλά κυρίως, είναι κάποιος που πραγματικά εκτιμώ, και έχουμε συνεργαστεί εδώ και πολύ καιρό, από την εποχή του «Ο Προφήτης». Με τον Thomas, πλέον έχουμε φτάσει σε σημείο που δεν ξέρουμε ποιος έχει γράψει τι.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Παρά το ότι δεν σας συναρπάζει το είδος των μιούζικαλ, όπως είπατε, μία από τις προηγούμενες ταινίες σας με Αμερικανούς ηθοποιούς… ήταν γουέστερν. Και αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι, ποια είναι η σχέση σας με τον κλασικό κινηματογράφο και βοήθησε στην πορεία της καριέρας σας ή τις τρέχουσες επιλογές σας;
ΖΑΚ: Λοιπόν, είπα ότι δεν τρελαίνομαι για το είδος των μιούζικαλ και πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν τρελαίνομαι ούτε για τα γουέστερν, αλλά δεν θέλω να είμαι υπερβολικά αρνητικός. Ξέρετε, είμαι στην ηλικία που είμαι, που σημαίνει ότι ήμουν νέος σινεφίλ από το 1968 έως τις αρχές της δεκαετίας του ’80, στο Παρίσι. Αυτό σημαίνει ότι είδα πολλές ταινίες. Και έχτισα την κινηματογραφική μου κουλτούρα με αυτά τα κλασικά έργα. Κλασικά, συμπεριλαμβανομένων των βουβών ταινιών, τις οποίες τείνουμε να ξεχνάμε σήμερα. Έτσι, έχτισα αυτή την κουλτούρα του κλασικού αμερικανικού κινηματογράφου, αλλά και προπολεμικών γαλλικών ταινιών, του γερμανικού βουβού κινηματογράφου. Όλα αυτά με δημιούργησαν. Και νομίζω ότι αυτό φαίνεται στις ταινίες μου. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, οι αρχικοί τίτλοι της ταινίας «Emilia Perez». Από την αρχή, είχα στο μυαλό μου ότι ήθελα αυτοί οι τίτλοι να συνοδεύονται από το τραγούδι των πλανόδιων πωλητών ανταλλακτικών της Πόλης του Μεξικού. Και συνέχιζα να ζητάω από τους συνθέτες, Camille και Clément, να το οδηγούν σε κρεσέντο. Δεν ήξερα γιατί το έκανα αυτό. Και έπειτα, τελείως τυχαία, συνειδητοποίησα ότι θυμόμουν την ταινία του Werner Herzog, «Even Dwarfs Start Small». Και ήταν η μνήμη μου που το προκάλεσε αυτό. Νιώθω σαν να κάθομαι πάνω σε χιλιάδες μέτρα κινηματογραφικής ταινίας.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πιστεύετε ότι θα μπορούσατε να έχετε κάνει αυτή την ταινία πριν από 10 ή 15 χρόνια;
ΖΑΚ: Κατηγορηματικά όχι. Απολύτως όχι. Γιατί πολλά από τα θέματα που απασχολούν την «Emilia Perez» δεν υπήρχαν στον ορίζοντά μου τότε. Πιστεύω ότι η ταινία που έκανα τώρα, μπορούσα να την κάνω… μόνο τώρα. Και παρομοίως, νομίζω ότι υπάρχουν ταινίες που έκανα πριν από 20 ή 30 χρόνια που δεν θα έκανα σήμερα. Ο κινηματογράφος με ενθαρρύνει και με αναγκάζει να είμαι σύγχρονος της εποχής μου. Δεν είμαι υποχρεωμένος να το κάνω αυτό. Είναι πολύ φυσικό για μένα, γιατί είμαι παρατηρητής της εποχής μου και αναζητώ τις εκφραστικές μορφές της εποχής μου.
Emilia Pérez. Director Jacques Audiard on the set of Emilia Pérez. Cr. Shanna Besson/PAGE 114 – WHY NOT PRODUCTIONS – PATHÉ FILMS – FRANCE 2 CINÉMA © 2024.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Μπορείτε να μιλήσετε λίγο για τη συνεργασία σας με τη Ζόι (σ.σ. αλλιώς Ζόε); Είπατε ότι, όταν αλλάξατε το καστ, άλλαξε εντελώς η ταινία. Μπορείτε να μιλήσετε λίγο για το τι σας εξέπληξε περισσότερο δουλεύοντας μαζί της στο σετ, και ποια χαρακτηριστικά έφερε, ξέρετε;
ΖΑΚ: Αυτό που με εντυπωσιάζει πάντα ως Γάλλος σκηνοθέτης, ή θα μπορούσα να πω Ευρωπαίος, όταν έρχομαι «αντιμέτωπος» με Αμερικανίδες ηθοποιούς, (είχα ήδη αυτή την αίσθηση με το Sisters Brothers και ξανά με την Emilia Perez), είναι αυτή η γενική εντύπωση ότι με εντυπωσιάζουν πολύ. Η Ζόι ήρθε στη Γαλλία έχοντας ήδη μεγάλη προϋπηρεσία, και… μου πρότεινε έναν χαρακτήρα. Δεν συμφωνούσα απαραίτητα, αλλά είχε ήδη δουλέψει αρκετά για να μου προσφέρει τη δική της εκδοχή του χαρακτήρα, την οποία μπορούσα μετά να προσαρμόσω ή να διορθώσω. Αυτό που πάντα με ενοχλεί, όμως, όταν λέμε ότι μία ηθοποιός δουλεύει πολύ, είναι σαν η ουσία του ταλέντου της να είναι αυτή η μάζα δουλειάς. Επιπλέον, με τη Ζόι, το γεγονός ότι χορεύει και τραγουδάει, έκανε πιο φυσική τη μετάβαση στο τραγούδι και τον χορό στην ταινία. Μου αρέσει πολύ και η αυθεντία της. Είχαμε εξαιρετική συνεργασία. Στην πραγματικότητα, αυτό ισχύει για όλες τις ηθοποιούς στην ταινία. Άκουγε πραγματικά τις σκηνοθετικές οδηγίες μου. Ταιριάξαμε πολύ καλά. Αυτό που μου αρέσει όταν γυρίζω ταινίες, είναι σε ένα συγκεκριμένο σημείο να δίνω στους ηθοποιούς ελευθερία. Αν οι ηθοποιοί έχουν κάτι να προτείνουν κάτι, ας το ρίξουν στο τραπέζι. Το αγαπώ αυτό. Με αφυπνίζει.
Πρέπει να προσθέσω ότι, αφού έχω συνεργαστεί με πολλούς ηθοποιούς στη Γαλλία, και όπως είπαμε, με πολλούς Αμερικανούς ηθοποιούς, συνειδητοποίησα στο Sisters Brothers ότι οι Αμερικανοί ηθοποιοί κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ ηθοποιών κινηματογράφου και θεάτρου. Οι κινηματογραφικοί ηθοποιοί γνωρίζουν, π.χ. πως πρέπει να μιλάνε για να καταγράφεται σωστά ο ήχος. Γνωρίζουν (πως πρέπει να κινούνται) στο σετ. Γνωρίζουν πού βρίσκεται η κάμερα. Γνωρίζουν… τον φακό. Γνωρίζουν την εστίαση. Ξέρουν πώς θα τοποθετηθούν σε σχέση με την κάμερα. Και αυτό είναι κάτι που έχουμε πολύ λιγότερο στη Γαλλία. Υπάρχουν διαφορετικές λέξεις για τον ηθοποιό του κινηματογράφου και του θεάτρου. Ο ένας είναι acteur και ο άλλος είναι comédien. Αυτό δείχνει τον βαθμό διαφοροποίησης που υπάρχει.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ως σκηνοθέτης, αν υπήρχε ένα «πριν» και ένα «μετά» την Emilia Perez, ποια θα ήταν τα διδάγματα; Όχι μόνο μετά την ταινία, αλλά και μετά από όλη την προωθητική περιοδεία, που μοιάζει με ένα απίστευτο επίτευγμα, ιδιαίτερα μετά τις Κάννες. Φαντάζομαι έγιναν πολλές συζητήσεις για τον αντίκτυπο της ταινίας.
ΖΑΚ: Ξέρετε, πάντα ανησυχούμε για τις κυκλοφορίες των ταινιών, τις περιοδείες τύπου, τη διαδοχή των δημοσιογράφων· αλλά στην πραγματικότητα, βλέπω μεγάλο όφελος σε όλο αυτό, το οποίο είναι ότι μαθαίνω πολλά για την ταινία. Θα ήθελα να σας δώσω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, κάτι που μπορεί να είπε ένας κριτικός ή κάτι που θα μπορούσε να με έκανε να σκεφτώ. Αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι δεν αντιλαμβάνομαι την ταινία σήμερα όπως την αντιλαμβανόμουν πριν από τρεις ή τέσσερις μήνες, όταν κυκλοφόρησε στη Γαλλία. Για παράδειγμα, το θέμα της διπλής ζωής, που έχω αναφέρει πολλές φορές, το συνειδητοποίησα μόλις πρόσφατα. Έτσι, η αντίληψή μου για την ταινία όταν μιλάω γι’ αυτή σήμερα έχει αλλάξει πάρα πολύ από τότε που κυκλοφόρησε. Είναι σαν να εξελίσσεται συνεχώς. Και μου αρέσει περισσότερο η ταινία που έχω στο μυαλό μου τώρα από αυτή που είχα στο μυαλό μου όταν ξεκίνησα να τη φτιάχνω.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Η ταινία θίγει τη σημασία της ταυτότητας και πώς αυτή συνδέεται με την ψυχική υγεία και την ευτυχία. Ήταν αυτό ένα σημαντικό μήνυμα για εσάς; Και πώς συνδέεστε προσωπικά με αυτό;
ΖΑΚ: Δεν ξέρω πώς να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Αυτό που είναι περίεργο είναι ότι, κατά μία έννοια, μας επαναφέρει σε αυτό το θέμα της διπλής ζωής που ανέφερα νωρίτερα, το οποίο θέτει το ερώτημα, ξέρετε, ποιο είναι το κόστος του να έχεις μια δεύτερη ζωή; Και αναρωτιέμαι αν η ψυχική υγεία είναι το κόστος σε αυτή την περίπτωση. Ξέρετε, αυτός είναι ένας αμφίσημος χώρος. Μια δεύτερη ζωή μπορεί να θέτει σε κίνδυνο την ψυχική μας υγεία; Ξέρετε, έζησα για πολύ καιρό χωρίς να κάνω ταινίες. Έκανα την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία ως σκηνοθέτης στα 42 μου χρόνια, που δεν είναι ιδιαίτερα νεαρή ηλικία για πρώτη ταινία, πράγμα που σημαίνει ότι πριν από αυτό, έπρεπε να σκεφτώ να κάνω μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου. Πριν από αυτή την ταινία, ήμουν σεναριογράφος. Έγραφα τα σενάριά μου μόνος στο σπίτι. Και νομίζω ότι αυτή η αλλαγή μέσω του κινηματογράφου με βοήθησε να έρθω σε επαφή με τον κόσμο, να κοινωνικοποιηθώ. Και νομίζω ότι αν δεν το είχα κάνει αυτό, ίσως να είχα τρελαθεί. Ήμουν ήδη λίγο καταθλιπτικός και είχα αυτοκτονικές τάσεις, αλλά νομίζω ότι ίσως να είχα τρελαθεί. Οπότε, κάποια στιγμή, πρέπει να πάρεις το ρίσκο να κάνεις την αλλαγή και ίσως ακόμη και να τρελαθείς. Αυτό είναι καλύτερο από το να παραμένεις ακίνητος. Και αυτό είναι που μας λέει κάθε χαρακτήρας στην ταινία: η Ρίτα, η Επισφανία. Αυτοί είναι χαρακτήρες σε κίνηση. Και ίσως αυτό να είναι το δίδαγμα της ταινίας.
*Από συναδελφική αλληλεγγύη έχουν αφαιρεθεί οι ερωτήσεις Ελλήνων δημοσιογράφων από αυτή τη χορταστική, σχεδόν ωριαία, συνάντηση.
*Η Συνέντευξη έγινε σε συνεργασία με τον Αμερικανό διανομέα, το Netflix.
www.ertnews.gr
Διαβάστε περισσότερα… Read More