Σκάβοντας την Αθήνα στα εργοτάξια της ΥΔΡΕΞ στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 – «Αφανείς ήρωες» της εργασιακής καθημερινότητας
Στα εργοτάξια της ΥΔΡΕΞ στην Αθήνα στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 θα «μεταφερθούμε» για δεύτερη φορά. Αρχικά είχαμε παρουσιάσει ένα συγκλονιστικό περιστατικό το 1961, όπου εργάτης λιποθύμησε από την πείνα, ενώ παράλληλα πηγαινοέρχονταν από τον τόπο κατοικίας του στο εργοτάξιο με τα πόδια για να γλιτώσει το εισιτήριο της συγκοινωνίας. Ακολούθως έγινε απεργία και βγήκαν στη δημοσιότητα οι σκληρές συνθήκες της πενιχρά αμειβόμενης εργασίας των σκαφτιάδων της ΥΔΡΕΞ.
Και να που η πρώτη μας αναφορά ξύπνησε μνήμες και συγκεκριμένα ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής και παλιό στέλεχος του ΠΣΑΠΠ, Νίκος Μάλλιαρης, (πρόσφατα πήρε μέρος στην παρουσίαση – κλήρωση του ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος Τύπου) παιδάκι εκείνα τα χρόνια, με αφορμή την αναφορά μας στην ΥΔΡΕΞ, θυμήθηκε τα βιώματά του εκείνης της εποχής, καθώς ο πατέρας του ο Κωνσταντίνος Μάλλιαρης ήταν και εκείνος εργάτης στην ΥΔΡΕΞ.
Όπως αναφέρει η ΕΥΔΑΠ: «στη διάρκεια της δεκαετίας 1950 και στις αρχές του 1960, τοποθετείται και η παρουσία της κατασκευαστικής Εταιρείας ΥΔΡΕΞ, έργο της οποίας ήταν η μελέτη και κατασκευή του αποχετευτικού δικτύου της Αθήνας.
Η επιτακτική, ωστόσο, ανάγκη προγραμματισμού και κατασκευής μεγάλων έργων αποχέτευσης οδήγησε στη σύσταση του Οργανισμού Αποχέτευσης Πρωτευούσης (ΟΑΠ) στη δεκαετία του 1960. Ο ΟΑΠ αποτέλεσε τον πρώτο καλά θεσμοθετημένο φορέα, στον οποίο ανατέθηκε η μελέτη, κατασκευή, συντήρηση, λειτουργία και εκμετάλλευση των δικτύων ακαθάρτων και ομβρίων της πόλης των Αθηνών».
εφημερίδα ΑΥΓΗi 7-5-1964
Δύσκολες μεταπολεμικές εποχές, φτώχεια, μετανάστευση, αλλά και «νύφες» που έφευγαν στο εξωτερικό για να παντρευτούν άγνωστους μέσω αλληλογραφίας, συνέθεταν το τοπίο που έδειχνε γιατί το μεροκάματο και η δουλειά γίνονταν κάτω από δύσκολες συνθήκες.
Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή, με βάση τα στοιχεία που μας έκανε γνωστά ο Νίκος Μάλλιαρης.
Ο Κωνσταντίνος Μάλλιαρης ήταν γιός μεγαλοκτηματία στα Καβάσιλα Ηλείας, αλλά παντρεύτηκε γυναίκα που πριν τον πόλεμο ζούσε στο Κολωνάκι και η πείνα της κατοχής έσπρωξε την οικογένειά της στον τόπο καταγωγής, που η αγροτική παραγωγή έκανε τις πιθανότητες επιβίωσης αισθητά περισσότερες από ότι στην Αθήνα.
Ο Κωνσταντίνος Μάλλιαρης «πέρασε» και από την ιταλική κομαντατούρ, όταν οι δυνάστες είχαν σηκώσει τον κόσμο για κλοπές που γίνονταν στις αποθήκες τους με την υποψία ότι τα εφόδια πήγαιναν στους αντάρτες. Ο Μάλλιαρης τους είπε εμείς σας δίνουμε (όχι οικειοθελώς αλλά υποχρεωτικά) τη σοδειά μας, εσείς την κλειδώνετε και εμάς κατηγορείτε ότι την ξαναπαίρνουμε, μεταξύ σας να ψαχτείτε. Η απάντηση δεν τους άρεσε και πολύ και τον κακομεταχειρίστηκαν.
Μετά τον πόλεμο «ανέβηκε» με την οικογένειά του στην Αθήνα, που οι Κολωνακιώτες αν και είχαν επιβιώσει από τους αγρότες συντοπίτες τους, όπως ήταν και ο ίδιος, δεν τον έβλεπαν με καλό μάτι, αντίθετα με εχθρικό, καθώς ήταν ο «βλάχος» που «αμαύρωνε» τον ψευδεπίγραφο αστικό τους καθωσπρεπισμό.
Έτσι ο αγρότης έγινε χειρώνακτας ξεκινώντας να δουλεύει σε σκαψίματα στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, μέχρι να αλλάξει χώρο δουλειάς, όχι όμως και ειδικότητα, σκαφτιάς παρέμεινε και πήγε στην ΥΔΡΕΞ.
Δούλεψε για μία γεμάτη δεκαετία 1955-1965 στην ΥΔΡΕΞ σε μία σκληρή δουλειά, αφού η εταιρεία έκανε έργα για την αποχέτευση και ύδρευση της Αθήνας, που σήμαινε ότι έσκαβε συνεχώς και τα συνεργεία της ήταν αυτά που κάθε μέρα ήταν εκτεθειμένα σε όλων των ειδών τις καιρικές συνθήκες, σε εξωτερικές εργασίες ή ακόμα καλύτερα σε «εσωτερικές» αφού έμπαιναν αρκετά μέτρα κάτω από το έδαφος σκάβοντας για να μπουν οι αγωγοί.
Τα λεφτά λίγα, 40 με 50 δραχμές μεροκάματο και έτσι δεν έλλειπε και το κυνήγι υπεροριών για να αυξηθεί το ούτως ή άλλως πενιχρό εισόδημα.
Ο Κ. Μάλλιαρης από το Χολαργό που έμενε κατηφόριζε με τα πόδια ως το εργοτάξιο στη λεωφόρο Αλεξάνδρας για να γλιτώσει τη μιάμιση δραχμή του εισιτηρίου (το ίδιο και στο σχόλασμα, όταν ήταν κατάκοπος) για να προστεθούν ή καλύτερα να μην αφαιρεθούν τρεις δραχμές από το οικογενειακό εισόδημα.
Έφευγε στις 4πμ για να προφτάσει να είναι έγκαιρα στην εργασία του και όπως και οι άλλοι συνάδελφοί του φορούσε μία μάλλινη φανέλα για να κρατάει τον ιδρώτα και φορούσε μία τραγιάσκα, κλασσική εργατική φιγούρα της εποχής.
Μικρό παιδί ο γιος του Νίκος, θυμάται ότι όταν τον αγκάλιαζε στην επιστροφή του, η φανέλα έσταζε, καθώς ήταν ποτισμένη από τον ιδρώτα.
Όμως οι δυσκολίες όπως ακριβώς και σε άλλα στρώματα εργαζομένων δεν έλεγαν να σταματήσουν, ούτε τις αντιμετώπισαν οι πωλήσεις κτημάτων στο χωριό, καθώς ένα μέρος από αυτά πήγε για νοσήλεια της συζύγου του Κ. Μάλλιαρη.
Στο μπακάλη δούλευε το «τεφτέρι», που κάποια στιγμή έφτασε σε χρέος «μη εξυπηρετήσιμο» που θα λέγαμε με την ορολογία της εποχής μας. Και μετά και άλλος μπακάλης και άλλος και άλλος και το χρέος στην ίδια ρότα «μη εξυπηρετήσιμο». Σκηνή που παραπλήσιές της συνέβαιναν σε όλη τη χώρα με «πρωταγωνιστές» του ανθρώπους του μόχθου.
Ήρθε και η ώρα του πλειστηριασμού του σπιτιού και η οικογένεια μετακόμισε στο νοίκι στο Χαλάνδρι, αυτό που έμεινε σταθερό ήταν η ιδιότητα του «σκαφτιά» στην ΥΔΡΕΞ.
Ο Νίκος Μάλλιαρης θυμάται ότι ο πατέρας του κάπνιζε ΕΘΝΟΣ και διάβαζε τα ΝΕΑ, ενώ όταν έσφιξε η οικονομική κατάσταση σταμάτησε η αγορά πακέτου. Τότε για να βοηθήσει τον πατέρα του, την έστηνε με πρωτοβουλία του στις στάσεις και όταν έρχονταν το λεωφορείο, όλο και κάποιοι πέταγαν το τσιγάρο που κάπνιζαν χωρίς να το έχουν τελειώσει.
Ο μικρός τα μάζευε, τα έσπαγε, συγκέντρωνε τον καπνό και τον έδινε στον πατέρα του, που μη έχοντας τσιγαρόχαρτα, τα τύλιγε σε χαρτί εφημερίδας και μέσα στον καπνό έβαζε μπαχαρικό γαρύφαλλο για να μην μυρίζει άσχημα. Έτσι το «νέο» τσιγάρο μοσχοβολούσε τον τόπο.
Συγκλονιστική εμπειρία για τον γιό ήταν όταν μία μέρα με τη μητέρα του επισκέφτηκαν το εργοτάξιο και είδαν από κοντά τις συνθήκες εργασίας, τους ανθρώπους στα τρία μέτρα κάτω από τη γη να σπάνε βράχους και να φτυαρίζουν χώματα και πέτρες. Ο επιστάτης φώναζε και έβριζε συνεχώς κάνοντας ακόμα πιο δυσβάσταχτες τις συνθήκες εργασίας.
Από τότε οι συζητήσεις με τον πατέρα του έγιναν πιο πλούσιες όταν αναφέρονταν στη δουλειά γιατί υπήρχε και οπτική εικόνα για τις συνθήκες που αυτή γίνονταν.
Κάποια στιγμή ξεκίνησαν και οι επισκέψεις στα Μελίσσια, στην παράγκα που ζούσε ο κυρ Μιχάλης, Πόντιος στην καταγωγή και συνάδελφος του πατέρα Μάλλιαρη. Εκεί ο Πόντιος που ήταν κομμουνιστής, έδινε φυλλάδια στον πατέρα Μάλλιαρη και γίνονταν και κουβέντες, όπως ποιοι εργαζόμενοι ήταν ενεργούμενα της εργοδοσίας και έπρεπε να τους προσέχουν. Ήταν άλλωστε και τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια. Και η λογοτεχνία είχε τη θέση της στις κουβέντες αυτές, έτσι το βιβλίο «Ο βαρκάρης του Βόλγα» από τα χέρια του Πόντιου, έφτασε στα χέρια της οικογένειας Μάλλιαρη. Και τα αυτιά του μικρού Μάλλιαρη άκουγαν τις συζητήσεις του πατέρα του με τον Πόντιο.
Οι συναναστροφές οδήγησαν και στην οικογενειακή παρουσία των μελών της οικογένειας Μάλλιαρη στην πρώτη πορεία ειρήνης, άλλωστε η μητέρα που προέρχονταν από οικογένεια βασιλικών, θαύμαζε το Μίκη Θεοδωράκη που συμμετείχε στις πορείες ειρήνης και για ένα διάστημα έμεινε στα Μελίσσια που είχαν καλό κλίμα για να βελτιωθεί η υγεία του από τις κακουχίες που είχε περάσει.
Αυτές οι μνήμες ήρθαν με αφορμή μία παλιότερη ανάρτησή μας με παρουσίαση δημοσιευμάτων του Τύπου της εποχής, για να περιγράψουν μία «προσωπική» διαδρομή, που όμως δεν ήταν μία ατομική περίπτωση, αλλά μία κατάσταση που για πολλά χρόνια βίωναν οι εργαζόμενοι σε διάφορους κλάδους και σε διάφορες περιοχές της χώρας μας.
Έρευνα: Νάσος Μπράτσος με την πολύτιμη συμβολή του Νίκου Μάλλιαρη
Σχετικά θέματα:
ΥΔΡΕΞ: Η απεργία στην Αθήνα του 1961 για τη λιποθυμία από την πείνα απλήρωτου εργαζόμενου
www.ertnews.gr
Διαβάστε περισσότερα… Read More