Μ. Αργυρού, πρ. συμβ. Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων: Οι ΗΠΑ θα κοιτάξουν το συμφέρον τους, η ευρωπαϊκή οικονομία στηρίζεται στις εξαγωγές
«Βλέπουμε το αμερικανικό χρηματιστήριο να ανεβαίνει και βλέπουμε τις αποδόσεις ομολόγων και στην Αμερική και στην Ευρώπη να ανεβαίνουν», επισήμανε ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Μιχάλης Αργυρού, μιλώντας στην εκπομπή του ΕΡΤNews «Συνδέσεις» και τους Χριστίνα Βίδου και Κώστα Παπαχλιμίτζο, σε συνέχεια της εκτίμησης του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, περί αρνητικών συνεπειών από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ για την ευρωπαϊκή Οικονομία.
Συγκεκριμένα, ανέφερε: «Βλέπουμε ήδη κάποιες αντιδράσεις των αγορών. Βλέπουμε το δολάριο να ανεβαίνει. Βλέπουμε το αμερικανικό χρηματιστήριο να ανεβαίνει και βλέπουμε τις αποδόσεις ομολόγων και στην Αμερική και στην Ευρώπη να ανεβαίνουν.
Οι βασικές λοιπόν εξαγγελίες του κ. Τραμπ είναι ότι αφενός μεν θα προχωρήσει σε μία μια αρκετά επιθετική εμπορική πολιτική με δασμούς έναντι των εμπορικών εταίρων των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεύτερον, θα μειώσει σημαντικά τους φόρους σε μια περίοδο που η Αμερική είχε ήδη ένα μεγάλο εμπορικό δημοσιονομικό έλλειμμα. Και το τρίτο είναι μια αυστηρή πολιτική στη μετανάστευση».
«Μεγάλο ζήτημα η ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα»
Ως προς το τι σημαίνουν αυτά για μια περιοχή όπως η Ευρώπη, ο ίδιος παρατήρησε:
«Η ευρωπαϊκή οικονομία στηρίζεται πολύ στις εξαγωγές. Οπωσδήποτε, όταν ένας μεγάλος εμπορικός εταίρος σκοπεύει να βάλει δασμούς, αυτό φυσικά θα μειώσει τη ζήτηση για ευρωπαϊκά προϊόντα. Αν εφαρμοστεί και αυτό, βεβαίως δεν είναι καλό για την απασχόληση και για την παραγωγή στην Ευρώπη.
Το δεύτερο είναι ότι όταν έχεις μια μειωμένη φορολογία στις Ηνωμένες Πολιτείες για τις επιχειρήσεις κυρίως, υπάρχει ο κίνδυνος να μεταναστεύσουν εκεί ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.
Ακόμη, εάν έχεις ένα μεγάλο έλλειμμα στην Αμερική ήδη και μειωθούν τα έσοδα του αμερικανικού δημοσίου από τη μείωση της φορολογίας, φοβάται κανείς ότι θα αυξηθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο ήδη είναι μεγάλο, με αποτέλεσμα να αυξηθούν τα αμερικανικά επιτόκια, τα οποία θα περάσουν όμως και στην Ευρώπη. Διότι η Αμερική είναι μια πάρα πολύ μεγάλη χώρα και το τι γίνεται στα επιτόκια της επηρεάζει το διεθνή παράγοντα.
Και μετά υπάρχει το ζήτημα της μετανάστευσης. Το έχουμε δει αυτό να συμβαίνει σε χώρες όπως η Βρετανία. Η Αμερική αυτή τη στιγμή έχει ανεργία 4%. Δεν είναι δηλαδή μια χώρα στην οποία υπάρχει μεγάλη ανεργία και μπορούν να υποκατασταθούν εύκολα οι δουλειές των μεταναστών από το εγχώριο εργατικό δυναμικό.
Όταν λοιπόν θα σου λείψει το εργατικό δυναμικό λόγω της έλλειψης των μεταναστών, αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση τιμών. Είναι ένα πληθωριστικό σοκ, το οποίο θα αυξήσει ακόμα παραπάνω την πίεση στα επιτόκια.
Αυτά λοιπόν και τα τρία είναι αρνητικά για την Ευρώπη. Προσωπικά πιστεύω ότι εάν πράγματι πάμε εκεί και η ίδια η αμερικανική οικονομία θα έχει ένα κόστος. Βέβαια, περιμένουμε να δούμε. Είμαστε στη φάση των εξαγγελιών. Θα δούμε πως θα προχωρήσουν τα πράγματα όταν αναλάβει ο νέος πρόεδρος».
Ο κ. Αργυρού συνέχισε λέγοντας:
«Η Ευρώπη και η Αμερική πάντοτε ήταν στρατηγικοί σύμμαχοι και αυτό θα συνεχίσει, είμαι σίγουρος. Κανένας δεν θέλει να αλλάξει αυτό. Από την άλλη πλευρά, φυσικά, ο αμερικανικός λαός έχει εκλέξει έναν πρόεδρο με μια συγκεκριμένη πολιτική ατζέντα. Αυτό ήταν η δημοκρατική επιλογή των Αμερικανών πολιτών.
Οφείλουμε να το σεβαστούμε στην Ευρώπη φυσικά, η Αμερική θα κοιτάξει το δικό της εθνικό συμφέρον και η Ευρώπη πρέπει να κοιτάξει και το δικό της, καλώς εννοούμενο συμφέρον.
Άρα, ναι, μπορεί πράγματι να αποτελέσει ένα εναρκτήριο λάκτισμα ούτως ώστε στην Ευρώπη να δούμε κάποια πράγματα διαφορετικά.
Ξεκινώντας από το θέμα της ασφάλειας, όπου βεβαίως και εκεί υπάρχει μεγάλη αίσθηση επείγοντος εξαιτίας της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Αν έχουμε μια απόσυρση, έστω και μερική, της Αμερικής από την Ευρώπη στο θέμα της ασφάλειας, αυτό αυξάνει την πίεση στην Ευρώπη να συνεργαστεί περισσότερο για τη συλλογική ασφάλεια της Ευρώπης. Αυτό είναι το ένα.
Και το δεύτερο έχει να κάνει με την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, που είναι ένα πολύ μεγάλο ζήτημα που συζητιέται πάρα πολύ αυτό το διάστημα και σε επίπεδο Eurogroup Ecofin, αλλά και σε επίπεδο για το σήμερα. Μάλιστα υπάρχει Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όπου αυτό είναι το κύριο θέμα στην Ευρώπη.
Η αλήθεια είναι ότι έχουμε μείνει πίσω σε ό,τι αφορά το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας. Αυτό έχει πολλούς λόγους και αιτίες και πρέπει στην Ευρώπη να κάνουμε κάποια πράγματα διαφορετικά, ούτως ώστε να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητά μας διεθνώς».
Ενώ παρατήρησε:
«Βαίνουμε καλώς γιατί η ελληνική οικονομία βελτιώνεται. Αυτό είναι σαφές. Από την άλλη πλευρά, βεβαίως, για να συνεχίσει να βελτιώνεται πρέπει η χώρα να συνεχίσει τις αλλαγές στο παραγωγικό της μοντέλο. Αυτές οι αλλαγές γίνονται, αλλά πρέπει να συνεχιστούν.
Η πολιτική της κυβέρνησης είναι να ενθαρρύνει την αύξηση του μεγέθους όλων των ελληνικών επιχειρήσεων. Δηλαδή οι μικρές επιχειρήσεις να μεγαλώσουν, οι μεσαίες να μεγαλώσουν και οι μεγάλες να μεγαλώσουν.
Διότι πράγματι οι επιχειρήσεις όταν μεγαλώνουν έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση σε δανεισμό, έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα να αναπτύξουν νέα προϊόντα, έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα να επιτύχουν καλύτερους όρους συναλλαγών, άρα φθηνότερο κόστος παραγωγής και κατά συνέπεια φθηνότερες τιμές που θα βοηθήσουν επίσης και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
(…) Η προσπάθεια είναι να μεγαλώσει το μέγεθος όλων των ελληνικών επιχειρήσεων και φυσικά το μέγεθος είναι ένας από τους παράγοντες ανταγωνιστικότητας. Δεν είναι ο μόνος. Μπορεί να είσαι πάρα πολύ ανταγωνιστικός ακόμα και σαν μικρή επιχείρηση. Αν παράγεις κάτι το οποίο έχει κάτι το μοναδικό, έχει κάτι το ποιοτικό, έχει κάτι το οποίο δημιουργεί μια ζήτηση.
Τώρα, σε ό, τι αφορά το ζήτημα της ελληνικής οικονομίας ειδικότερα, θα έλεγα ότι την περασμένη 5ετία έχει γίνει μια πάρα πολύ σημαντική πρόοδος. Έχουν σταθεροποιηθεί τα μακροοικονομικά μεγέθη, τα δημοσιονομικά, τα τραπεζικά. Αυτό είναι μια πολύ καλή βάση για να συνεχίσουμε να πηγαίνουμε καλά.
Αυτό φαίνεται ήδη και σε ό, τι αφορά την απασχόληση που έχουμε, με πολύ μεγάλη μείωση της ανεργίας (…) Ταυτόχρονα μειώνεται το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Όλα αυτά είναι πάρα πολύ καλά, αλλά για να συνεχίσουμε να πηγαίνουμε καλά, πρέπει να πάμε τώρα να συνεχίσουμε τις μεταρρυθμίσεις στο μικροοικονομικό τομέα.
Να φτιάξουμε, δηλαδή, ακόμα καλύτερο το επιχειρηματικό περιβάλλον, να βελτιώσουμε τη δικαιοσύνη, να βελτιώσουμε τις χρήσεις γης και μια σειρά από τέτοιες αλλαγές που επηρεάζουν τους επενδυτές (…)
Είναι εντυπωσιακή η αναγέννηση της ελληνικής βιομηχανίας τα τελευταία πέντε χρόνια».
«Έχουν αυξηθεί οι ξένες άμεσες επενδύσεις»
Για τις επενδύσεις, σημείωσε:
«Σε σχέση με περίπου πριν από πέντε χρόνια, οι ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί πάρα πολύ και θα έλεγα ότι το καλό είναι ότι και η σύνθεσή τους είναι πάρα πολύ ευνοϊκή.
Ναι, βεβαίως υπάρχει και ξένη άμεση επένδυση στον χώρο των ακινήτων, το οποίο είναι απολύτως θεμιτό, αλλά υπάρχει ταυτόχρονα και πολύ σημαντική δραστηριότητα και σε άλλους οικονομικούς κλάδους, όπως η μεταποίηση, όπως περιοχές οι οποίες παραδοσιακά δεν έχουν στην Ελλάδα παράδοση παράδοση, για παράδειγμα information και communication technology και κατά συνέπεια νομίζω ότι η Ελλάδα έχει μπει πολύ δυνατά στον χάρτη των διεθνών επενδυτών και έχουμε μια καλή ευκαιρία και αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να το εκμεταλλευτούμε ανεξάρτητα από την πορεία της Ευρώπης.
Πρέπει να συνεχίσουμε την πρόοδο την οποία κάνουμε, ούτως ώστε ακόμα και αν στην Ευρώπη υπάρχει μια σχετική στασιμότητα, η χώρα να συνεχίσει να βελτιώνεται. Έχει πολύ σημαντικό περιθώριο βελτίωσης».
Κληθείς να κάνει πρόβλεψη για την ανάπτυξη το 2025, τόνισε:
«Το μεσοπρόθεσμο το οποίο έχουμε καταθέσει προβλέπει έναν ρυθμό ανάπτυξης για το 2025, το οποίο είναι στην περιοχή του 2,3% και θα κρατηθεί.
Είμαι αισιόδοξος ότι θα κρατηθεί και αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα: Είναι μια χώρα η οποία τώρα συγκλίνει προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Άρα έχει περιθώριο κερδοφορίας για τους επενδυτές, που θα ωφελήσει φυσικά και τα εισοδήματα των ανθρώπων, των εργαζομένων. Και ταυτόχρονα, ενώ έχει το πλεονέκτημα μιας χώρας η οποία συγκλίνει προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, έχει την προβλεψιμότητα μιας χώρας η οποία είναι μέλος της Ευρωζώνης και ταυτόχρονα μιας χώρας η οποία έχει πολιτική σταθερότητα, το οποίο σήμερα στην Ευρώπη ειδικά, δεν είναι καθόλου δεδομένο».
www.ertnews.gr
Διαβάστε περισσότερα… Read More