Μουντιάλ 1934: Όταν ο Μουσολίνι λάδωνε την ΕΠΟ στα προκριματικά με 50.000 λιρέττες (A’ μέρος)
Περίοδος Μεσοπολέμου με έντονη την παρουσία εθνικιστικών και φασιστικών ρευμάτων και ανοιχτά ομολογημένους στόχους για προετοιμαζόμενο νέο γύρο πολέμων, όπως και τελικά έγινε με το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη δεύτερη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, να μετατρέπεται σε εργαλείο που θα υπηρετούσε την επιλογή αυτή, αποφέροντας «επικοινωνιακό κέρδος» στη φασιστική Ιταλία.
Η επιλογή της διοργανώτριας χώρας, προέκυψε από την απόσυρση της Σουηδίας που μαζί με την Ιταλία είχαν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους. Η απόσυρση της Σουηδίας έδωσε τροφή για σχόλια για το ποιο ήταν το παρασκήνιο της απόσυρσής της.
Η Ουρουγουάη κάτοχος του τροπαίου της προηγούμενης διοργάνωσης, δεν πήρε μέρος στο Μουντιάλ της Ιταλίας, διαμαρτυρόμενη γιατί στην προηγούμενη διοργάνωση πολλές ευρωπαϊκές ομάδες αρνήθηκαν να ταξιδέψουν στη Ν. Αμερική.
Η Ιταλία είχε επενδύσει στην προβολή του φασιστικού καθεστώτος, τόσο θέλοντας να προβάλλει τα αθλητικά έργα σαν στοιχείο επιτυχίας, ευμάρειας και δυνατοτήτων, αλλά και με την παράλληλη διοργάνωση κάθε είδους φιέστες που έκαναν προπαγάνδα υπέρ του φασισμού
Έντονο λοιπόν το στοιχείο της πολιτικής αξιοποίησης από το φασιστικό καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι. Ακόμα και στα ονόματα των γηπέδων είχε αποτυπωθεί η προσπάθεια αυτή, με ονομασίες όπως Stadio Nazionale – Partito Nazionale Fascista στη Ρώμη και του Stadio Municipale Benito Mussolini στο Τορίνο.
η προπαγάνδα για τα «επιτεύγματα» του Μουσολίνι είχε αρχίσει καιρό πριν το Μουντιάλ
Ο χαιρετισμός της ιταλικής ομάδας πριν την έναρξη του αγώνα γίνεται με το γνωστό φασιστικό χαιρετισμό, το ίδιο υποχρεώνονται να κάνουν και οι διαιτητές.
Πριν από κάθε εναρκτήριο αγώνα, οι παίκτες της ιταλικής ομάδας εκτελούν τον χαιρετισμό για να ορκιστούν πίστη στην ιδεολογία του Μουσολίνι. Οι διαιτητές πρέπει επίσης να κάνουν αυτή τη χειρονομία όσον αφορά τον Ντούτσε και η FIFA αντί να παρέμβει σφύριζε αδιάφορα.
Για το ανέβασμα των αγωνιστικών δυνατοτήτων της ιταλικής ομάδας, πολιτογραφούνται Ιταλοί, οι Αργεντίνοι και Ουρουγουανοί ποδοσφαιριστές όπως οι Λουίς Μόντι, Ραϊμούντο Όρσι, Ατίλιο Ντεμαρία και Ενρίκε Γκουαϊτά και η εξέλιξη της διοργάνωσης μετά τον αποκλεισμό στην πορεία της διοργάνωσης των Αργεντινής, των ΗΠΑ, της Βραζιλίας και της Αιγύπτου, μετατρέπει τη διοργάνωση σε ευρωπαϊκή υπόθεση.
Ήδη το μιλιταριστικό-φασιστικό-ναζιστικό ρεύμα στον αθλητισμό (μαζί και όσοι το ανέχονταν) και στον αντίποδα, σημαντικό μέρος του δημοκρατικού – αντιφασιστικού ρεύματος στον αθλητισμό (στηρίχθηκε κυρίως από σοσιαλδημοκρατικές και κομμουνιστικές δυνάμεις), λειτουργούσαν σε ξεχωριστές δομές και ομοσπονδίες από τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Δεν είναι της παρούσης να αναφερθούμε αναλυτικά στο ρεύμα του «εργατικού αθλητισμού» (έτσι είχε ονομαστεί) εκείνης της εποχής, αλλά η ύπαρξή του πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν το αντίβαρο στη φασιστική προπαγάνδα μέσω του αθλητισμού.
Η Ελλάδα βρέθηκε στο δρόμο της Ιταλίας στα προκριματικά προς το Μουντιάλ, αλλά προέκυψε μέγα σκάνδαλο με την επ’ αμοιβή παραίτησή της από τον ένα εκ των δύο αγώνα που θα έδιναν οι δύο ομάδες, με συνέπεια το καθοριστικό αποτέλεσμα να προκύπτει από τον αγώνα επί ιταλικού εδάφους. Να τι έγραφε η εφημερίδα «Αθλητικά Χρονικά» στις 16 Μαρτίου 1934: «Αλλά η ΕΠΟ το υψηλόν και αυθαίρετον σατραπικόν διευθυντήριον καταναλίσεκται εις την εξυπηρέτησιν και εξοικονόμησιν φίλων και ημετέρων. Η Εθνική μας ομάς καταρτίσθη δια να ηττηθή εις το Μιλάνον, εξιλαστήριον θύμα των πατριδοκαπηλικών απόψεων της Ομοσπονδίας, αλλά και των άκρατων φασιστικών ποδοσφαιρικών ονείρων της γείτονος χώρας, της εποφθαλμιούσης ως γνωστόν το παγκόσμιον ποδοσφαιρικόν κύπελλον. Η Εθνική μας Ομάς δεν μεταβαίνει εις Ιταλίαν με την ευγενή και ωραίαν φιλοδοξίαν να τιμήση την πατρίδα των προαιώνιων αγωνιστικών παραδόσεων, αλλά δια να ηττηθεί χάριν της στεγάσεως της ΕΠΟ εις καλλιμαρμάρινον μέγαρον και χάριν τονόσεως των οικονομικών της. Δια το ποσόν των 50.000 λιρεττών τας οποίας θα καταβάλη η φασιστική Ομοσπονδία, η Ελλάς υπεχρεώθη να αποκλείση την πιθανότητα μίας καλλιτέρας εμφανίσεως της Εθνικής μας ομάδος εις την ρεβάνς του αγώνος της 25ης Μαρτίου και να παραδεχθεί ασυζητητεί τους επαχθείς ηθικούς όρους τους επιβληθέντας υπό των αντιπάλων μας. Τα σωβινιστικά όνειρα των φασιστών όταν συναντήσουν εμπόδια και δυσχερείας μεταχειρίζονται τας χρυσάς λόγχας του Μακεδόνος Φιλίππου και ευοδούνται. Ο απεσταλμένος της Ομοσπονδίας, εντολοδόχος των Οικονομικών και μόνον προσδοκιών της δεν εξέφυγε του κανόνος. Το φρούριον των προσχηματικών του αντιρρήσεων ηλώθη με τας χρυσάς λόγχας των εξ Ιταλίας λιρεττών. Η αντιπροσωπευτική ομάς της Ελλάδος κατέρχεται εις τους αγώνας του παγκοσμίου κυπέλλου στιγματισμένη με μίαν εξαγοράν και με ένα όνειδος. Αι δάφναι δεν ανήκουν πλέον εις ημάς, αλλά εις τους δυναμένους να τις εξαγοράσουν».
Τελικό αποτέλεσμα Ιταλία-Ελλάδα: 4-0.
Και μία «λεπτομέρεια», ότι την περίοδο που η ΕΠΟ «τα έπιανε» κατά τα κοινώς λεγόμενα από τους Ιταλούς, τα Δωδεκάνησα ήταν υπό ιταλική κατοχή και ο πληθυσμός τους δέχονταν κάθε είδους βίαιες πιέσεις για να εξιταλιστεί, με όσους αντιδρούσαν να καταλήγουν ξυλοδαρθέντες στις ιταλικές φυλακές. Σε άλλα αφιερώματά μας έχουμε αναφερθεί αναλυτικά και στις προσπάθειες των Ιταλών να διαλύσουν τον αθλητισμό των Δωδεκανήσιων για να μην συγκεντρώνεται η ελληνική νεολαία στα γήπεδα. Επίσης ότι ο αγώνας για τον οποίο η ΕΠΟ πήρε τις 50.000 λιρέττες για να παραιτηθεί της ρεβάνς, έγινε στις 25 Μαρτίου, όπου η «εθνική υπερηφάνεια» της ΕΠΟ κοστολογήθηκε με το ποσό που προαναφέραμε, ενώ πολλές κριτικές έγιναν για τις επιλογές στις προσκλήσεις παικτών, εκτιμώντας ότι αποκλείστηκαν ορισμένοι που εκείνη την περίοδο ήταν φορμαρισμένοι.
Στον προημιτελικό Ιταλίας-Ισπανίας, ο Αργεντίνος που πολιτογραφήθηκε Ιταλός, Λουίς Μόντι, με αντιαθλητικό παιχνίδι τραυμάτισε τέσσερις Ισπανούς και το τελικό αποτέλεσμα ήρθε 1-1 (και η ιταλική ισοφάριση με φάουλ στον Ισπανό τερματοφύλακα), με τον αγώνα να επαναλαμβάνεται την επόμενη μέρα με την Ισπανία να παίζει με σύνθεση ανάγκης χωρίς τους σακατεμένους και να χάνει τελικά με 1-0. Η διαιτησία και στους δύο αγώνες απείχε πολύ από το να χαρακτηριστεί δίκαιη, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής.
Επόμενος αντίπαλος η Αυστρία του επονομαζόμενου και «Μότσαρτ του ποδοσφαίρου», Matthias Sindelar, τον οποίο «νοικοκύρεψε» , ο Λουίς Μόντι με αντιαθλητικά χτυπήματα και τελικά η Ιταλία με 2-1 πέρασε στον τελικό. Για την τομή της ιστορίας πρέπει να πούμε ότι ο εβραϊκής καταγωγής Αυστριακός άσσος, όταν η χώρα του προσαρτήθηκε από τη ναζιστική Γερμανία, την εθνική ομάδα της οποίας αρνήθηκε να υπηρετήσει, αν και του ζητήθηκε, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να βρεθεί νεκρός στο σπίτι του, με τους λόγους του θανάτου του να μην έχουν διευκρινιστεί ποτέ.
Στον τελικό η Ιταλία κέρδισε την Τσεχοσλοβακία με 2-1 στην παράταση και κατέκτησε το δεύτερο Μουντιάλ.
Τον Αύγουστο του 1934 στο Παρίσι, το ρεύμα του εργατικού αθλητισμού έκανε το δικό του Μουντιάλ, χωρίς στημένες διαιτησίες, χωρίς εξαγορές ομοσπονδιών και χωρίς να δίνει τα περιθώρια για οποιαδήποτε εμπορευματική και φιλοφασιστική αξιοποίηση του αθλητισμού.
Παράλληλα διεξήχθη από 11 έως 15 Αυγούστου στο Παρίσι η «Διεθνής συγκέντρωση αθλητών για τον αγώνα κατά του φασισμού» της Κόκκινης Αθλητικής Διεθνούς – Sports Red International.
Πάντως τα λαδώματα, τα στησίματα, οι ποδοσφαιρικές «παράγκες» και οι φιέστες δεν τον γλίτωσαν τον Ντούτσε, αφού το δεύτερο ημίχρονο για τον Μουσολίνι γράφτηκε στα βουνά της Αλβανίας και το κρίσιμο πέναλτι το χτύπησαν οι Ιταλοί παρτιζάνοι, όταν τον συνέλαβαν στην προσπάθειά του να διαφύγει από την Ιταλία.
Έρευνα: Νάσος Μπράτσος
Διαβάστε την Κυριακή 20 Νοεμβρίου στο www.ertnews.gr το Β’ μέρος
Σχετικά θέματα
Η παρέμβαση του ιταλικού φασισμού στον αθλητισμό των Δωδεκανήσων στο Μεσοπόλεμο (Α’ μέρος)
Η παρέμβαση του ιταλικού φασισμού στον αθλητισμό των Δωδεκανήσων στο Μεσοπόλεμο (Β’ μέρος)
Η “εθνική αθλητική παρέλαση” στις 24 Μαρτίου 1935
www.ertnews.gr
Διαβάστε περισσότερα… Read More