Η πετρελαιοκηλίδα στον Κόλπο του Μεξικού συνεχίζει να μολύνει το περιβάλλον, λένε οι επιστήμονες
Η πετρελαιοκηλίδα της Deepwater Horizon δεν ήταν μια βραχύβια καταστροφή. Δώδεκα χρόνια μετά από μια από τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές καταστροφές στην ιστορία της ανθρωπότητας, ένα κολλώδες υπόλειμμα πετρελαίου εξακολουθεί να καλύπτει ορισμένους βαλτότοπους στον Κόλπο του Μεξικού, όπως αποκαλύπτει νέα έκθεση. Οι επιπτώσεις του υπολείμματος δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητές.
Τους μήνες που ακολούθησαν την καταστροφή της πλατφόρμας άντλησης πετρελαίου Deepwater της BP το 2010, έγιναν απέλπιδες προσπάθειες να καθαριστεί όλο το αργό πετρέλαιο που είχε διαρρεύσει στο περιβάλλον. Ωστόσο, το πετρέλαιο είναι ακόμη ανιχνεύσιμο.
Μέσα σε λίγους μήνες, τα μικρόβια και ο ήλιος άλλαξαν πολλές από τις χημικές και φυσικές ιδιότητες του αργού πετρελαίου, γεγονός που θα μπορούσε κάλλιστα να επηρεάσει την τοξικότητά τους. Σταδιακά, αυτές οι χημικές ουσίες μετατράπηκαν σε μια κολλώδη ουσία που κάλυψε τους βάλτους του Κόλπου, όπως αναφέρει η έκθεση που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Frontiers in Marine Science».
«Καθώς διαβρώνεται το πετρέλαιο, το υπόλειμμα γίνεται ανθεκτικό σε περαιτέρω ταχείες αλλαγές στη σύνθεσή του και αυτό σημαίνει πως αν δεν καθαριστεί, μπορεί να παραμείνει στο περιβάλλον για παρατεταμένο χρονικό διάστημα προκαλώντας μακροπρόθεσμες διαταραχές στις επηρεαζόμενες περιοχές», έγραψαν οι συντάκτες της μελέτης.
Πράγματι, υπολείμματα πετρελαίου από πετρελαιοκηλίδα του 1979, βρέθηκαν στη χερσόνησο του Γιουκατάν το 2020, σχεδόν 40 χρόνια μετά την αρχική καταστροφή.
Οι ερευνητές υποψιάζονται ότι στην περίπτωση της πετρελαιοκηλίδας της Deepwater, το αργό πετρέλαιο που δεν καθαρίστηκε ή δεν εξατμίστηκε σταδιακά, έφτασε στο θαλάσσιο ρεύμα μέσω ανέμων και κυμάτων. Στη συνέχεια, οι παλίρροιες μετέφεραν αυτές τις χημικές ουσίες στην ακτή ή σε πιο βαθιά νερά.
Το τι σημαίνει αυτό για την πραγματική τοξικότητα του υπολείμματος δεν είναι σαφές. Μέχρι σήμερα, οι ερευνητές έχουν αναλύσει τις περιβαλλοντικές τους επιπτώσεις σε ένα μικρό μόνο αριθμό ενώσεων αργού πετρελαίου.
«Το σημαντικό με τις πετρελαιοκηλίδες είναι ότι οι ενώσεις του πετρελαίου είναι ένας τύπος υλικού που μπορεί να διασπαστεί από το ηλιακό φως και τα θαλάσσια βακτήρια, σε αντίθεση με άλλους τύπους ρύπων, όπως κάποια φυτοφάρμακα», εξήγησε ο Έντουαρντ Όβερτον, περιβαλλοντολόγος στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Λουιζιάνα.
Δυστυχώς η ζημιά σταματά εκεί. Πολλές από τις χημικές ουσίες που διασκορπίστηκαν από την πετρελαιοκηλίδα αυτή, παρέμειναν στους βάλτους τουλάχιστον μέχρι το 2018.
Μέχρι το 2020, αυτό το υπόλειμμα πετρελαίου εντοπίστηκε σε έλη και ιζήματα βαθιών υδάτων του Κόλπου, αν και σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αυτές οι τοποθεσίες είναι δύσκολο να καθαριστούν και ίσως για αυτό η ρύπανση παρέμεινε εκεί.
Οι επιπτώσεις της πετρελαιοκηλίδας στην άγρια ζωή
Γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για το τι συμβαίνει στο αργό πετρέλαιο που παραμένει στο περιβάλλον για μεγάλα χρονικά διαστήματα, πόσο μάλλον για την επίδραση αυτών των αλλαγών στα ζώα ή τα φυτά. Ωστόσο, επισημαίνουν οι ερευνητές, ορισμένες από τις ουσίες που προκύπτουν, είναι πιο επικίνδυνες για τα ζώα και καποιες από αυτές, είναι καρκινογόνες.
Το 2021, οι επιστήμονες ανακοίνωσαν ότι η ρύπανση από την πετρελαιοκηλίδα Deepwater εξακολουθούσε να επηρεάζει τη θαλάσσια ζωή στον πυθμένα, οδηγώντας σε πολύ χαμηλούς ρυθμούς αναπαραγωγής για τα τοπικά ζώα, όπως τα ψάρια και τα δελφίνια.
«Όσο καλύτερα κατανοούμε τις χημικές ουσίες και τις χημικές αντιδράσεις και φυσικές τους ιδιότητες, τόσο καλύτερα θα είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε τις πετρελαιοκηλίδες και να κατανοήσουμε και να ανιχνεύσουμε τις περιβαλλοντικές ζημιές που προκαλούν», τόνισε ο Όβερτον.
ΠΗΓΗ: Science Alert
www.ertnews.gr
Διαβάστε περισσότερα… Read More