Βασίλης Αλεξάκης: Τρία χρόνια χωρίς τον διεθνώς αναγνωρισμένο συγγραφέα (video)
Ο διεθνώς αναγνωρισμένος και επιτυχημένος Έλληνας συγγραφέας, Βασίλης Αλεξάκης, έγινε γνωστός στην Ελλάδα από τα βιβλία του γραμμένα στα γαλλικά και μεταφρασμένα στα ελληνικά. Η γραφή του άμεση, λιτή, τολμηρή και ανατρεπτική, γεμάτη χιούμορ και λεπτή ειρωνεία, με χαρακτήρες περίεργα οικείους στον αναγνώστη, περιστρέφεται γύρω από τις θεματικές του έρωτα, της γλώσσας και της καθημερινότητας των ανθρώπων. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943, μεγάλωσε στην Καλλιθέα, αποφοίτησε από τη Λεόντειο με συμμαθητές τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, έφυγε για τη Γαλλία το 1960 και σπούδασε επί τριετία στην Ανωτάτη Δημοσιογραφική Σχολή της Λιλ. Συνεργάστηκε για πολλά χρόνια με την εφημερίδα «Λε Μοντ», ως δημοσιογράφος, κριτικός βιβλίου και χρονογράφος.
Στα γαλλικά γράμματα ο Αλεξάκης πρωτοεμφανίστηκε το 1974 με το μυθιστόρημα «Le Sandwich» και ακολούθησε την επόμενη χρονιά το «Les Girls du City-Boum-Boum». Το «Τάλγκο» (1982) είναι το πρώτο μυθιστόρημά του γραμμένο στα ελληνικά. Εξέδωσε επίσης τα μυθιστορήματα: «Έλεγχος ταυτότητας», «Το κεφάλι της γάτας», «Πριν», «Η μητρική γλώσσα», «Η καρδιά της Μαργαρίτας», «Οι ξένες λέξεις», «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα», «μ.Χ.», «Η πρώτη λέξη» και «Το κλαρινέτο». Έχει τιμηθεί με πλήθος βραβείων για το λογοτεχνικό του έργο στην Γαλλία αλλά και στην Ελλάδα, τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες ανά τον κόσμο, ενώ έχει ασχοληθεί με επιτυχία και με το σκίτσο και τον κινηματογράφο, ενώ ως σεναριογράφος συνεργάστηκε με τον Νίκο Περάκη («Milo-Milo»), τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο («Άντε γεια») και τον Γιώργο Πανουσόπουλο («Μ’ αγαπάς», «Ελεύθερη Κατάδυση»).
Το Αρχείο της ΕΡΤ με αφορμή την επέτειο από το θάνατο του Βασίλη Αλεξάκη, στις 11 Ιανουαρίου 2021, παρουσιάζει την εκπομπή:
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟΥ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ
Η Εύη Κυριακοπούλου υποδέχεται στην εκπομπή της τον σημαντικό Έλληνα συγγραφέα Βασίλη Αλεξάκη και ξεκινάει τη συζήτησή τους με μια εκτενή αναφορά στα βραβεία που έχουν λάβει τα βιβλία του στην Ελλάδα και ιδίως στη Γαλλία. Με αφορμή μια ερώτηση για τις πολλές ιδιότητες και τις διαφορετικές ασχολίες με τις οποίες έχει ο ίδιος καταπιαστεί στη ζωή του, εξηγεί ότι ο ίδιος πιστεύει ότι δεν μπορεί κανείς να έχει πολλές κύριες ασχολίες, αν θέλει να είναι πραγματικά δημιουργικός. Περιγράφει πώς αποφάσισε να αφήσει τη δημοσιογραφία και εξηγεί ότι από μικρός ήθελε να γίνει συγγραφέας, ότι το ονειρευόταν, αλλά έπρεπε να εργαστεί για να επιβιώσει. Μιλάει για τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ηθοποιός από τους πρώτους μαθητές του Κουν και έπειτα θυμάται πώς βρέθηκε στη Λιλ με υποτροφία από τη Λεόντειο, ενώ ήταν μικρός και στενοχωρήθηκε που έπρεπε να φύγει από την πατρίδα και το σπίτι. Περιγράφει το ταξίδι τριών ημερών για να φτάσει στη Λιλ και θυμάται τα 15 χρόνια εργασίας στην Monde και επισημαίνει ότι από την αρχή είπε πως θέλει να ασχοληθεί με την κριτική βιβλίου, λίγο μετά το 1968 και τα γεγονότα του Μάη και θεωρεί σημαντικό το γεγονός ότι τότε δεν του έκλεισαν το τηλέφωνο, αλλά δέχτηκαν να τον δουν. Περιγράφει το πολύ σημαντικό ραντεβού με την υπεύθυνη της εφημερίδας και το ψέμα που της είπε όταν τον ρώτησε αν είχε διαβάσει τον Δον Κιχώτη και του εξήγησε ότι από εκεί ξεκίνησαν όλα και έπειτα του έδωσε το πρώτο βιβλίο για να γράψει κριτική.
Ο Αλεξάκης μιλάει για το νέο του βιβλίο «Η πρώτη λέξη» και το θέμα του, η αναζήτηση της πρώτης λέξης που είπε ο άνθρωπος. Για δεύτερη φορά στη συγγραφική του πορεία υποδύεται γυναικείο ρόλο ως αφηγητής του βιβλίου, ενώ η πρώτη φορά ήταν στο «Τάλγκο». Εξηγεί ότι όταν τελειώνει το γράψιμο βιβλίου βιώνει την αγωνία της εύρεσης του θέματος για το επόμενο βιβλίο του. Μετά το προηγούμενο βιβλίο του «μ.Χ.» δεν του ερχόταν καμία ιδέα και τότε συνειδητοποίησε τη σημασία των λέξεων για τον ίδιο και για την πορεία του. Μιλάει για τα πρόσωπα των βιβλίων του, τα θεωρεί υπαρκτά, πιστεύει σε αυτά και μετά το τέλος του βιβλίου νιώθει ότι υπάρχει ένα πρόβλημα γιατί δεν επιστρέφει σχεδόν ποτέ σε εκείνα.
Η συζήτηση επικεντρώνεται στην ηρωίδα του βιβλίου, τη ζωή της, τη σχέση της με έναν άνδρα και πώς όλα τα στοιχεία της αφήγησης συνδέονται με την αναζήτηση της πρώτης λέξης. Ο Αλεξάκης θίγει το ζήτημα του πένθους, για το θάνατο του αδελφού του, για τον οποίο δεν είχε διάθεση να μιλήσει, αλλά συνδέθηκε τελικά με το κεντρικό θέμα του βιβλίου και «κράτησε στη ζωή» για δύο χρόνια τον αδερφό του μέσα από τη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Αναφέρεται εκτενώς και στην έρευνα που έκανε για την εξέλιξη της επικοινωνίας των ανθρώπων και την εγκατάλειψη της νοηματικής γλώσσας από τους πρώτους ανθρώπους, την οποία μελέτησε αρκετά και ο ίδιος. Σχολιάζει τη θεωρία που υποστηρίζει ότι η εξέλιξη της γλώσσας σημειώθηκε προκειμένου να διευκολύνεται το ψέμα. Ο ίδιος θεωρεί ότι γύρω από τη φωτιά μάθαμε να μιλάμε για να περνάει η ώρα, για να λέμε παραμύθια μεταξύ μας. Οι λέξεις πεθαίνουν και γεννιούνται νέες, το δράμα όμως είναι όταν πεθαίνουν οι γλώσσες και αυτό δυστυχώς δεν συγκινεί κανένα. Σχολιάζει τον εθνικισμό που υπάρχει συχνά πίσω από τη διεκδίκηση της παλαιότητας της γλώσσας σε πολλές χώρες, από πολιτικούς και ομάδες ανθρώπων. Η έρευνα που έκανε για το βιβλίο τον προφύλαξε από το να δώσει μελοδραματικά στοιχεία στο θάνατο του αδερφού, αλλά και ο θάνατος του αδελφού απέτρεψε τη μετατροπή του βιβλίου σε δοκίμιο. Μιλάει για τον θάνατο ως μια υπομονή και την αναγκαιότητα των κηδειών, αλλά για την ανάγκη που ίσως ένιωσε προκειμένου να συνειδητοποιήσει πόσοι άνθρωποι έχουν φύγει από τη ζωή και να ξορκίσει το θάνατο πηγαίνοντας πίσω στην πρώτη λέξη.
Ο Βασίλης Αλεξάκης μιλάει για το μοίρασμα της ζωής του ανάμεσα στη Γαλλία και την Ελλάδα, τις μνήμες, τις φιλίες και την τελευταία λέξη όπου θα μπορούσε να συμβολίζει τη δυστυχία με τη λέξη άρος και έπειτα να εξαφανιστεί το ρ από κάθε άλλη λέξη.
Κείμενα – Παρουσίαση : ΕΥΗ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Σκηνοθέτης : ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Έτος παραγωγής: 2011
Δείτε περισσότερα στο http://archive.ert.gr
www.ertnews.gr
Διαβάστε περισσότερα… Read More